헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κολάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κολάζω

형태분석: κολάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: Prob. from ko/los, akin to kolou/w

  1. 잘라내다, 다듬다, 가지치다, 면도하다, 자르다
  2. 얻다, 획득하다, 알아듣다, 먹다, 벌주다, 처벌하다
  1. to curtail, dock, prune, chastened
  2. to chastise, punish, to get, punished, to be punished

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κολάζω

(나는) 잘라낸다

κολάζεις

(너는) 잘라낸다

κολάζει

(그는) 잘라낸다

쌍수 κολάζετον

(너희 둘은) 잘라낸다

κολάζετον

(그 둘은) 잘라낸다

복수 κολάζομεν

(우리는) 잘라낸다

κολάζετε

(너희는) 잘라낸다

κολάζουσιν*

(그들은) 잘라낸다

접속법단수 κολάζω

(나는) 잘라내자

κολάζῃς

(너는) 잘라내자

κολάζῃ

(그는) 잘라내자

쌍수 κολάζητον

(너희 둘은) 잘라내자

κολάζητον

(그 둘은) 잘라내자

복수 κολάζωμεν

(우리는) 잘라내자

κολάζητε

(너희는) 잘라내자

κολάζωσιν*

(그들은) 잘라내자

기원법단수 κολάζοιμι

(나는) 잘라내기를 (바라다)

κολάζοις

(너는) 잘라내기를 (바라다)

κολάζοι

(그는) 잘라내기를 (바라다)

쌍수 κολάζοιτον

(너희 둘은) 잘라내기를 (바라다)

κολαζοίτην

(그 둘은) 잘라내기를 (바라다)

복수 κολάζοιμεν

(우리는) 잘라내기를 (바라다)

κολάζοιτε

(너희는) 잘라내기를 (바라다)

κολάζοιεν

(그들은) 잘라내기를 (바라다)

명령법단수 κόλαζε

(너는) 잘라내어라

κολαζέτω

(그는) 잘라내어라

쌍수 κολάζετον

(너희 둘은) 잘라내어라

κολαζέτων

(그 둘은) 잘라내어라

복수 κολάζετε

(너희는) 잘라내어라

κολαζόντων, κολαζέτωσαν

(그들은) 잘라내어라

부정사 κολάζειν

잘라내는 것

분사 남성여성중성
κολαζων

κολαζοντος

κολαζουσα

κολαζουσης

κολαζον

κολαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κολάζομαι

(나는) 잘라내여진다

κολάζει, κολάζῃ

(너는) 잘라내여진다

κολάζεται

(그는) 잘라내여진다

쌍수 κολάζεσθον

(너희 둘은) 잘라내여진다

κολάζεσθον

(그 둘은) 잘라내여진다

복수 κολαζόμεθα

(우리는) 잘라내여진다

κολάζεσθε

(너희는) 잘라내여진다

κολάζονται

(그들은) 잘라내여진다

접속법단수 κολάζωμαι

(나는) 잘라내여지자

κολάζῃ

(너는) 잘라내여지자

κολάζηται

(그는) 잘라내여지자

쌍수 κολάζησθον

(너희 둘은) 잘라내여지자

κολάζησθον

(그 둘은) 잘라내여지자

복수 κολαζώμεθα

(우리는) 잘라내여지자

κολάζησθε

(너희는) 잘라내여지자

κολάζωνται

(그들은) 잘라내여지자

기원법단수 κολαζοίμην

(나는) 잘라내여지기를 (바라다)

κολάζοιο

(너는) 잘라내여지기를 (바라다)

κολάζοιτο

(그는) 잘라내여지기를 (바라다)

쌍수 κολάζοισθον

(너희 둘은) 잘라내여지기를 (바라다)

κολαζοίσθην

(그 둘은) 잘라내여지기를 (바라다)

복수 κολαζοίμεθα

(우리는) 잘라내여지기를 (바라다)

κολάζοισθε

(너희는) 잘라내여지기를 (바라다)

κολάζοιντο

(그들은) 잘라내여지기를 (바라다)

명령법단수 κολάζου

(너는) 잘라내여져라

κολαζέσθω

(그는) 잘라내여져라

쌍수 κολάζεσθον

(너희 둘은) 잘라내여져라

κολαζέσθων

(그 둘은) 잘라내여져라

복수 κολάζεσθε

(너희는) 잘라내여져라

κολαζέσθων, κολαζέσθωσαν

(그들은) 잘라내여져라

부정사 κολάζεσθαι

잘라내여지는 것

분사 남성여성중성
κολαζομενος

κολαζομενου

κολαζομενη

κολαζομενης

κολαζομενον

κολαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκόλαζον

(나는) 잘라내고 있었다

ἐκόλαζες

(너는) 잘라내고 있었다

ἐκόλαζεν*

(그는) 잘라내고 있었다

쌍수 ἐκολάζετον

(너희 둘은) 잘라내고 있었다

ἐκολαζέτην

(그 둘은) 잘라내고 있었다

복수 ἐκολάζομεν

(우리는) 잘라내고 있었다

ἐκολάζετε

(너희는) 잘라내고 있었다

ἐκόλαζον

(그들은) 잘라내고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκολαζόμην

(나는) 잘라내여지고 있었다

ἐκολάζου

(너는) 잘라내여지고 있었다

ἐκολάζετο

(그는) 잘라내여지고 있었다

쌍수 ἐκολάζεσθον

(너희 둘은) 잘라내여지고 있었다

ἐκολαζέσθην

(그 둘은) 잘라내여지고 있었다

복수 ἐκολαζόμεθα

(우리는) 잘라내여지고 있었다

ἐκολάζεσθε

(너희는) 잘라내여지고 있었다

ἐκολάζοντο

(그들은) 잘라내여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥσπερ [γὰρ] ὁ ἥλιοσ πᾶσαν τὴν οἰκουμ[ένη]ν ἐπέρχεται, τὰ[σ μὲν] ὡρ́ασ διακρίνων [εἰσ τὸ π]ρέπον καὶ καλῶ[σ πάντα καθ]ιστάσ, τοῖσ δὲ σ[ώφροσι καὶ ἐπ]ιεικέσι τ[ῶν ἀνθρώπ]ων ἐπιμ[ελούμενοσ κ]αὶ γεν[έσεωσ καὶ τροφῆ]σ καὶ [καρπ]ῶν κ[αὶ τῶν ἄ]λλων ἁ[πά]ντων τῶν εἰσ τὸν β[ίο]ν χρησίμων, οὕτωσ καὶ ἡ πόλισ ἡμῶν διατελε[ῖ το]ὺσ μὲν κακοὺσ κολάζο[υσα, τοῖσ] δὲ δικαίοισ β[οηθοῦσα], τὸ δὲ ἴσον ἀν[τὶ τῆσ ἀδι]κίασ ἅπασιν [ἀπονέμουσα, τ]οῖσ δὲ ἰδί[οισ κινδύνοισ κα]ὶ δαπάναι[σ κοινὴν ἄδει]αν τοῖσ Ἕλλη[σιν παρασκευ]άζουσα. (Hyperides, Speeches, <[E)pita/fios]> 5:1)

    (히페레이데스, Speeches, <[E)pita/fios]> 5:1)

  • ἡ δὲ τῶν Ἀρεοπαγιτῶν βουλὴ τὴν μὲν τάξιν εἶχε τοῦ διατηρεῖν τοὺσ νόμουσ, διῴκει δὲ τὰ πλεῖστα καὶ τὰ μέγιστα τῶν ἐν τῇ πόλει, καὶ κολάζουσα καὶ ζημιοῦσα πάντασ τοὺσ ἀκοσμοῦντασ κυρίωσ. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 3 6:1)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 3 6:1)

  • νῦν οὐ πᾶν τοὐναντίον ἡμῖν φαίνεται ἐργαζομένη, ἡγεμονεύουσά τε ἐκείνων πάντων ἐξ ὧν φησί τισ αὐτὴν εἶναι, καὶ ἐναντιουμένη ὀλίγου πάντα διὰ παντὸσ τοῦ βίου καὶ δεσπόζουσα πάντασ τρόπουσ, τὰ μὲν χαλεπώτερον κολάζουσα καὶ μετ’ ἀλγηδόνων, τά τε κατὰ τὴν γυμναστικὴν καὶ τὴν ἰατρικήν, τὰ δὲ πρᾳότερον, καὶ τὰ μὲν ἀπειλοῦσα, τὰ δὲ νουθετοῦσα, ταῖσ ἐπιθυμίαισ καὶ ὀργαῖσ καὶ φόβοισ ὡσ ἄλλη οὖσα ἄλλῳ πράγματι διαλεγομένη; (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 650:2)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 650:2)

  • καὶ τοὺσ μὲν μὴ δυναμένουσ κοινωνεῖν ἤθουσ ἀνδρείου καὶ σώφρονοσ ὅσα τε ἄλλα ἐστὶ τείνοντα πρὸσ ἀρετήν, ἀλλ’ εἰσ ἀθεότητα καὶ ὕβριν καὶ ἀδικίαν ὑπὸ κακῆσ βίᾳ φύσεωσ ἀπωθουμένουσ, θανάτοισ τε ἐκβάλλει καὶ φυγαῖσ καὶ ταῖσ μεγίσταισ κολάζουσα ἀτιμίαισ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 311:1)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 311:1)

  • " ἃ δὲ πρὸσ ἐκγόνουσ καὶ συγγενεῖσ καὶ φίλουσ καὶ πολίτασ, ὅσα τε ξενικὰ πρὸσ θεῶν θεραπεύματα καὶ ὁμιλίασ συμπάντων τούτων ἀποτελοῦντα τὸν αὑτοῦ βίον φαιδρυνάμενον κατὰ νόμον κοσμεῖν δεῖ, τῶν νόμων αὐτῶν ἡ διέξοδοσ, τὰ μὲν πείθουσα, τὰ δὲ μὴ ὑπείκοντα πειθοῖ τῶν ἠθῶν βίᾳ καὶ δίκῃ κολάζουσα, τὴν πόλιν ἡμῖν συμβουληθέντων θεῶν μακαρίαν τε καὶ εὐδαίμονα ἀποτελεῖ· (Plato, Laws, book 4 85:2)

    (플라톤, Laws, book 4 85:2)

유의어

  1. 잘라내다

  2. 얻다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION