Ancient Greek-English Dictionary Language

κινητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κινητικός κινητική κινητικόν

Structure: κινητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kine/w

Sense

  1. of or for putting in motion
  2. moveable, mobile

Examples

  • αὐτῆσ χυλὸσ λεπτυντικόσ ἐστιν αἵματοσ καὶ κινητικὸσ τῆσ δι’ αἱμορροίδων ἐκκρίσεωσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 53 2:7)
  • ἂν δ’ ὑπὲρ μειζόνων , καὶ πάθει καὶ σχήματι καὶ τόνῳ φωνῆσ ὁ λόγοσ ἀξιόπιστοσ ἔστω καὶ κινητικόσ ὁ δὲ καιρὸσ ἐν παντὶ μὲν παρεθεὶσ μεγάλα βλάπτει, μάλιστα δὲ τῆσ παρρησίασ διαφθείρει τὸ χρήσιμον. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 27 12:3)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION