Ancient Greek-English Dictionary Language

κινητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κινητικός κινητική κινητικόν

Structure: κινητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kine/w

Sense

  1. of or for putting in motion
  2. moveable, mobile

Examples

  • λέγω δὲ δυνάμεωσ οὐ μόνον τῆσ ὡρισμένησ ἣ λέγεται ἀρχὴ μεταβλητικὴ ἐν ἄλλῳ ἢ ᾗ ἄλλο, ἀλλ’ ὅλωσ πάσησ ἀρχῆσ κινητικῆσ ἢ στατικῆσ. (Aristotle, Metaphysics, Book 9 81:1)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION