헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κένταυρος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κένταυρος κενταύρου

형태분석: κενταυρ (어간) + ος (어미)

  1. 켄타우로스
  1. Centaur, a member of a savage race dwelling between Mt. Pelion and Mt. Ossa on the Northeastern coast of Thessaly.

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κένταυρος

켄타우로스가

κενταύρω

켄타우로스들이

κένταυροι

켄타우로스들이

속격 κενταύρου

켄타우로스의

κενταύροιν

켄타우로스들의

κενταύρων

켄타우로스들의

여격 κενταύρῳ

켄타우로스에게

κενταύροιν

켄타우로스들에게

κενταύροις

켄타우로스들에게

대격 κένταυρον

켄타우로스를

κενταύρω

켄타우로스들을

κενταύρους

켄타우로스들을

호격 κένταυρε

켄타우로스야

κενταύρω

켄타우로스들아

κένταυροι

켄타우로스들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πολλὴ δὲ καὶ ἡ κατ’ Ἀρκαδίαν μυθολογία, Δάφνησ φυγή, Καλλιστοῦσ θηρίωσισ, Κενταύρων παροινία, Πανὸσ γοναί, Ἀλφειοῦ ἔρωσ καὶ ὕφαλοσ ἀποδημία. (Lucian, De saltatione, (no name) 48:2)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 48:2)

  • τετρασκελέσ θ’ ὕβρισμα, Κενταύρων γένοσ, Φολόην ἐπελθών, ὦ κάκιστε βασιλέων, ἐροῦ τίν’ ἄνδρ’ ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν, ἢ οὐ παῖδα τὸν ἐμόν, ὃν σὺ φῂσ εἶναι δοκεῖν. (Euripides, Heracles, episode 1:6)

    (에우리피데스, Heracles, episode 1:6)

  • τάν τ’ ὀρεινόμον ἀγρίων Κενταύρων ποτὲ γένναν ἔστρωσεν τόξοισ φονίοισ, ἐναίρων πτανοῖσ βέλεσιν. (Euripides, Heracles, choral, antistrophe 11)

    (에우리피데스, Heracles, choral, antistrophe 11)

  • ἢ εἴ γε μὴ ὁ Εὐρυσθεύσ, ἀνὴρ δίκαιοσ καὶ προνοητικόσ, ὑπὸ φιλανθρωπίασ ἀναπυνθανόμενοσ τὰ παρ’ ἑκάστοισ ἐξέπεμπε τουτονὶ τὸν οἰκέτην αὑτοῦ, ἐργατικὸν ἄνθρωπον καὶ πρόθυμον εἰσ τοὺσ πόνουσ, ὦ Ζεῦ, σὺ ὀλίγον ἐφρόντισασ ἂν τῆσ Ὕδρασ καὶ τῶν ἐν Στυμφάλῳ ὀρνέων καὶ ἵππων τῶν Θρᾳκίων καὶ τῆσ Κενταύρων ὕβρεωσ καὶ παροινίασ. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 21:3)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 21:3)

  • τίν’ ἄρ’ Ὑμέναιοσ διὰ λωτοῦ Λίβυοσ μετά τε φιλοχόρου κιθάρασ συρίγγων θ’ ὑπὸ καλαμοεσ‐ σᾶν ἔστασεν ἰαχάν, ὅτ’ ἀνὰ Πήλιον αἱ καλλιπλόκαμοι δαιτὶ θεῶν ἔνι Πιερίδεσ χρυσεοσάνδαλον ἴχνοσ ἐν γᾷ κρούουσαι Πηλέωσ ἐσ γάμον ἦλθον, μελῳδοῖσ Θέτιν ἀχήμασι τόν τ’ Αἰακίδαν, Κενταύρων ἐν ὄρεσι κλέουσαι Πηλιάδα καθ’ ὕλαν. (Euripides, Iphigenia in Aulis, choral, strophe 11)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, choral, strophe 11)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION