κατέρχομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
κατέρχομαι
κατελεύσομαι
κατῆλθον
형태분석:
κατ
(접두사)
+
έ̓ρχ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
어원: fut. kateleu/somai, but in good attic ka/teimi
뜻
- 되돌아가다, 반환하다, 다녀오다, 돌아오다, 되돌아오다
- to go down from, to go down to the grave
- descending, comes down
- to come back, return, to come back from exile, to be brought back by
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐ γὰρ μόνον νῦν οἱ φεύγοντεσ κατέρχονται, ὅταν ὁ ἐγκαταλιπὼν τὴν πόλιν καὶ φυγὴν αὐτὸσ ἑαυτοῦ καταγνοὺσ καὶ οἰκήσασ ἐν Μεγάροισ ἐπὶ προστάτου πλείω πέντ’ ἢ ἓξ ἔτη ἐν τῇ χώρᾳ καὶ ἐν τῇ πόλει ἀναστρέφηται, ἀλλὰ καὶ ὁ μηλόβοτον τὴν Ἀττικὴν ἀνεῖναι φανερᾷ τῇ ψήφῳ καταψηφισάμενοσ, οὗτοσ ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ σύνοικοσ ὑμῶν γίγνεται. (Lycurgus, Speeches, 202:2)
(리쿠르고스, 연설, 202:2)
- αὖθισ δέ, ὅτε Ἡρακλῆσ Ἱπποκόωντα καὶ τοὺσ τούτου παῖδασ ἀπέκτεινε, κατέρχονται, καὶ παραλαμβάνει Τυνδάρεωσ τὴν βασιλείαν. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 10 6:5)
(아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 10 6:5)
- αὗται δὲ εἰσ Τροίαν ἀφικόμεναι, διωκόμεναι παρὰ τῶν ἐγχωρίων εἰσ τὸ ἱερὸν κατέρχονται· (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 6 34:1)
(아폴로도로스, Library and Epitome, book E, chapter 6 34:1)
- Ψήφισμα ἐπειδὴ τοίνυν τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐψηφίσθη, κατέρχονται ἐπὶ τὸν Ἀγόρατον εἰσ τὸν Πειραιᾶ οἱ αἱρεθέντεσ τῶν βουλευτῶν, καὶ περιτυχόντεσ αὐτῷ ἐν ἀγορᾷ ἐζήτουν ἄγειν. (Lysias, Speeches, 24:3)
(리시아스, Speeches, 24:3)
- ποταμοὶ δὲ ἐκ τῶν ὀρῶν κατέρχονται <τῶν> ὑπὲρ τὴν Πελλήνην, πρὸσ μὲν Αἰγείρασ καλούμενοσ Κριόσ· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 27 15:3)
(파우사니아스, Description of Greece, , chapter 27 15:3)
- πλὴν ἀλλὰ τόδε μοι εἰπέ, καὶ κατέρχονταί ποτε ἐκ τῆσ ἄκρασ, ἢν ἐθελήσωσι, χρησόμενοι τοῖσ κάτω ἃ καταλελοίπασιν, ἢ ἀνάγκη ἅπαξ ἀνελθόντασ αὐτοὺσ μένειν καὶ συνεῖναι τῇ ἀρετῇ πλούτου καὶ δόξησ καὶ ἡδονῶν καταγελῶντασ; (Lucian, 17:2)
(루키아노스, 17:2)
유의어
-
to go down from
-
descending
-
되돌아가다
- συγκατέρχομαι (to come back together, return from exile together)
- ἐπαναφέρω (되돌아가다, 반환하다, 다녀오다)
- νοστέω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- ἐπανήκω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- κάτειμι (되돌아가다, 반환하다, 다녀오다)
- νέομαι (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- ἀναφέρω (to bring back from exile)
파생어
- ἀμφέρχομαι (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ἀνέρχομαι (오르다, 세워지다, 올라가다)
- ἀπέρχομαι (떠나다, 은퇴하다, 퇴직하다)
- διέρχομαι (통과하다, 겪다, 통하다)
- εἰσέρχομαι (들어가다, 입장하다, 침입하다)
- ἐξέρχομαι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐπέρχομαι (마주치다, 입장하다, 우연히 만나다)
- ἔρχομαι (오다, 가다)
- μετέρχομαι (뒤따르다, 따르다, 따라가다)
- παρεξέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 위반하다)
- περιέρχομαι (돌다, 둘러가다, 돌아다니다)
- προαπέρχομαι (to go away before)
- προέρχομαι (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προσέρχομαι (항복하다, 포기하다, 배반하다)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- συνέρχομαι (모으다, 짜다, 집합시키다)
- ὑπεισέρχομαι (마음 속으로 들어가다)
- ὑπεξέρχομαι (철수하다, 물러나다, 철수시키다)
- ὑπερέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 우수하다)