κατέρχομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
κατέρχομαι
κατελεύσομαι
κατῆλθον
형태분석:
κατ
(접두사)
+
έ̓ρχ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
어원: fut. kateleu/somai, but in good attic ka/teimi
뜻
- 되돌아가다, 반환하다, 다녀오다, 돌아오다, 되돌아오다
- to go down from, to go down to the grave
- descending, comes down
- to come back, return, to come back from exile, to be brought back by
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὥσπερ ἐκ μέθησ ἐπικωμάζοντοσ, οὔτε Θεόπομποσ οὔτ’ Ἔφοροσ οὔτε Ξενοφῶν γέγραφεν, οὔτ’ εἰκὸσ ἦν οὕτωσ ἐντρυφῆσαι τοῖσ Ἀθηναίοισ μετὰ φυγὴν καὶ συμφορὰσ τοσαύτασ κατερχόμενον, ἀλλ’ ἐκεῖνοσ καὶ δεδιὼσ κατήγετο, καὶ καταχθεὶσ οὐ πρότερον ἀπέβη τῆσ τριήρουσ, πρὶν στὰσ ἐπὶ τοῦ καταστρώματοσ ἰδεῖν Εὐρυπτόλεμόν τε τὸν ἀνεψιὸν παρόντα καὶ τῶν ἄλλων φίλων καὶ οἰκείων συχνοὺσ ἐκδεχομένουσ καὶ παρακαλοῦντασ. (Plutarch, , chapter 32 3:1)
(플루타르코스, , chapter 32 3:1)
- τὸ δὲ κλιμάκιον ἡ τῆσ ἐρωμένησ μήτηρ ὑφαιροῦσα κατέκλειεν εἰσ ἕτερον οἴκημα, καὶ πάλιν ἅμ’ ἡμέρᾳ προσετίθει καὶ κατεκάλει τὸν θαυμαστὸν τύραννον, ὥσπερ ἑρπετὸν ἐκ φωλεοῦ κατερχόμενον. (Plutarch, Aratus, chapter 26 3:1)
(플루타르코스, Aratus, chapter 26 3:1)
- μόνου δέ φασιν ἐν ὑγρῷ διαιτωμένου τὰσ ὄψεισ ὑμένα λεῖον καὶ διαφανῆ παρακαλύπτειν ἐκ τοῦ μετώπου κατερχόμενον, ὥστε βλέπειν μὴ βλεπόμενον, ὃ τῷ πρώτῳ θεῷ συμβέβηκεν. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 75 1:1)
(플루타르코스, De Iside et Osiride, section 75 1:1)
- φάσγανον ἐν παλάμᾳ, θυμὸσ μέγασ, ἄγριον ὄμμα, παισὶν ἐπ’ οἰκτίστοισ δάκρυ κατερχόμενον· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 1382)
(작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 1382)
- εἰσ τὸν ἀπὸ κοντοῦ κατερχόμενον θηριομάχην κοντὸν ἀνὴρ κατέπηξε, δέμασ δ’ εἰσ ἀέρα ῥίψασ ἰδνώθη προκάρηνοσ, ἀνεγρομένοιο δ’ ὕπερθεν θηρὸσ ὑπερκατέβαινεν ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν οὐδὲ λάβεν λαοὶ δὲ μέγ’ ἰάχον ἔκφυγε δ’ ἀνήρ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 5331)
(작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 5331)
유의어
-
to go down from
-
descending
-
되돌아가다
- συγκατέρχομαι (to come back together, return from exile together)
- ἐπαναφέρω (되돌아가다, 반환하다, 다녀오다)
- νοστέω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- ἐπανήκω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- κάτειμι (되돌아가다, 반환하다, 다녀오다)
- νέομαι (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- ἀναφέρω (to bring back from exile)
파생어
- ἀμφέρχομαι (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ἀνέρχομαι (오르다, 세워지다, 올라가다)
- ἀπέρχομαι (떠나다, 은퇴하다, 퇴직하다)
- διέρχομαι (통과하다, 겪다, 통하다)
- εἰσέρχομαι (들어가다, 입장하다, 침입하다)
- ἐξέρχομαι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐπέρχομαι (마주치다, 입장하다, 우연히 만나다)
- ἔρχομαι (오다, 가다)
- μετέρχομαι (뒤따르다, 따르다, 따라가다)
- παρεξέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 위반하다)
- περιέρχομαι (돌다, 둘러가다, 돌아다니다)
- προαπέρχομαι (to go away before)
- προέρχομαι (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προσέρχομαι (항복하다, 포기하다, 배반하다)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- συνέρχομαι (모으다, 짜다, 집합시키다)
- ὑπεισέρχομαι (마음 속으로 들어가다)
- ὑπεξέρχομαι (철수하다, 물러나다, 철수시키다)
- ὑπερέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 우수하다)