- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατασκευαστικός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: kataskeuastikos 고전 발음: [까따께와띠꼬] 신약 발음: [까따께와띠꼬]

기본형: κατασκευαστικός κατασκευαστική κατασκευαστικόν

형태분석: κατασκευαστικ (어간) + ος (어미)

  1. 적극적
  2. 규칙적
  1. fitted for providing, bringing about
  2. (logic) constructive, positive
  3. systematic

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κατασκευαστικός

(이)가

κατασκευαστική

(이)가

κατασκευαστικόν

(것)가

속격 κατασκευαστικοῦ

(이)의

κατασκευαστικῆς

(이)의

κατασκευαστικοῦ

(것)의

여격 κατασκευαστικῷ

(이)에게

κατασκευαστικῇ

(이)에게

κατασκευαστικῷ

(것)에게

대격 κατασκευαστικόν

(이)를

κατασκευαστικήν

(이)를

κατασκευαστικόν

(것)를

호격 κατασκευαστικέ

(이)야

κατασκευαστική

(이)야

κατασκευαστικόν

(것)야

쌍수주/대/호 κατασκευαστικώ

(이)들이

κατασκευαστικά

(이)들이

κατασκευαστικώ

(것)들이

속/여 κατασκευαστικοῖν

(이)들의

κατασκευαστικαῖν

(이)들의

κατασκευαστικοῖν

(것)들의

복수주격 κατασκευαστικοί

(이)들이

κατασκευαστικαί

(이)들이

κατασκευαστικά

(것)들이

속격 κατασκευαστικῶν

(이)들의

κατασκευαστικῶν

(이)들의

κατασκευαστικῶν

(것)들의

여격 κατασκευαστικοῖς

(이)들에게

κατασκευαστικαῖς

(이)들에게

κατασκευαστικοῖς

(것)들에게

대격 κατασκευαστικούς

(이)들을

κατασκευαστικάς

(이)들을

κατασκευαστικά

(것)들을

호격 κατασκευαστικοί

(이)들아

κατασκευαστικαί

(이)들아

κατασκευαστικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔστι δὲ ὁ ἐλευθέριος καὶ περὶ ἐσθῆτα καθαρὸς καὶ περὶ οἴκησιν, καὶ κατασκευαστικὸς τῶν περιττῶν καὶ καλῶν καὶ διαγωγὴν ἐχόντων ἡδεῖαν ἄνευ τοῦ λυσιτελοῦντος, καὶ θρεπτικὸς τῶν ζῴων τῶν ἴδιον ἐχόντων τι ἢ θαυμαστόν. (Aristotle, Virtues and Vices 24:2)

    (아리스토텔레스, Virtues and Vices 24:2)

  • οὔκ ἐστι δὲ τοῦτο ἐμφανῶς τοῦ προκειμένου κατασκευαστικὸν δύναται γὰρ ἡ Ἀθηνᾶ ἀπὸ τῆς Τηλεμάχου τραπέζης δαίνυσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 204)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 204)

  • τοῦτό ἐστι τὸ ζητούμενον, καὶ τὸ κατασκευαστικὸν γέγονεν, οὐχ ἡμάρτηται, ὅτι οὐδ οἱ πρόγονοι ἥμαρτον οἱ ἐν Μαραθῶνι προκινδυνεύσαντες. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 8:3)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 8:3)

  • εἰ μὲν συμπλέξας τὸ κατασκευαστικὸν νόημα ἐβούλετο ἐξενεγκεῖν, οὕτως ἂν ἐποίησεν, ὅτι ἐκεῖνοι μὲν τοὺς παρὰ τῶν ἄρχειν βουλομένων ἢ διαφθείρειν τὴν Ἑλλάδα χρήματα λαμβάνοντας ἅπαντες ἐμίσουν, οὗτος δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλὰ διακόψας τὴν συμπλοκὴν τῶν νοημάτων καὶ ἀποστήσας ἀπὸ τοῦ συνῆφθαι αὐτὸν αὐτῷ, εἰς ἀρχὴν ἀναγαγὼν λέγει ἦν τι τότε, ἦν ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι ἐν ταῖς τῶν πολλῶν διανοίαις: (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 12:9)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 12:9)

  • περιβολὴν δὲ ποιεῖς καὶ ὅταν πρὶν τὸ εἰσαγόμενον εἰπεῖν, τὸ κατασκευαστικὸν αὐτοῦ προλάβῃς, οἱο῀ν ἐν τῷ πρὸς Λεπτίνην εἰ μὲν ἁπλῶς καὶ χωρὶς περιβολῆς ἔλεγεν, οὕτως ἂν εἶπε, καὶ τῶν μὲν τοὺς ἐξ ἄστεος κελευόντων ἀποδοῦναι, τῶν δὲ κοινῇ συνδιαλῦσαι, νῦν δὲ ὁρ´α πῶς προέλαβε τὰ κατασκευαστικὰ καθ ἑκάτερον, καὶ τῶν μὲν οὐκ εὐθὺς εἶπε τοὺς ἐξ ἄστεος, ἀλλὰ διὰ μέσου τοὺς δανεισαμένους ἀποδοῦναι κελευόντων, τοὺς ἐξ ἄστεος, τῶν δέ, καὶ οὐκ εὐθὺς ἀντέθηκε, κοινῇ διαλῦσαι, ἀλλὰ πάλιν προέλαβε τὸ κατασκευαστικὸν τῶν δὲ τοῦτο πρῶτον ὑπάρξαι σημεῖον ἀξιούντων κοινῇ διαλύσασθαι τὰ χρήματα. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 8:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 8:1)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION