헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταρρήγνυμι

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταρρήγνυμι καταρρήξω

형태분석: κατα (접두사) + ρήγνυ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 터지다, 약화시키다
  2. 찢다, 조각내다, 자르다, 분쇄하다
  3. ~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다, 눕다
  4. 조각내다, 부수다, 깨뜨리다
  5. 떨어지다
  1. to break down
  2. to tear in pieces, rend, they rent their
  3. breaks up, and turns them to
  4. to be broken down, to be thrown down and broken
  5. to fall or rush down, to break or burst out
  6. to be broken in pieces, with, crumbling soil
  7. to dash down, break in pieces, drove, shattered
  8. to fall down, fall headlong

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταρρήγνυμι

(나는) 터진다

καταρρήγνυς

(너는) 터진다

καταρρήγνυσιν*

(그는) 터진다

쌍수 καταρρήγνυτον

(너희 둘은) 터진다

καταρρήγνυτον

(그 둘은) 터진다

복수 καταρρήγνυμεν

(우리는) 터진다

καταρρήγνυτε

(너희는) 터진다

καταρρηγνύᾱσιν*

(그들은) 터진다

접속법단수 καταρρηγνύω

(나는) 터지자

καταρρηγνύῃς

(너는) 터지자

καταρρηγνύῃ

(그는) 터지자

쌍수 καταρρηγνύητον

(너희 둘은) 터지자

καταρρηγνύητον

(그 둘은) 터지자

복수 καταρρηγνύωμεν

(우리는) 터지자

καταρρηγνύητε

(너희는) 터지자

καταρρηγνύωσιν*

(그들은) 터지자

기원법단수 καταρρηγνύοιμι

(나는) 터지기를 (바라다)

καταρρηγνύοις

(너는) 터지기를 (바라다)

καταρρηγνύοι

(그는) 터지기를 (바라다)

쌍수 καταρρηγνύοιτον

(너희 둘은) 터지기를 (바라다)

καταρρηγνυοίτην

(그 둘은) 터지기를 (바라다)

복수 καταρρηγνύοιμεν

(우리는) 터지기를 (바라다)

καταρρηγνύοιτε

(너희는) 터지기를 (바라다)

καταρρηγνύοιεν

(그들은) 터지기를 (바라다)

명령법단수 καταρρήγνυ

(너는) 터져라

καταρρηγνύτω

(그는) 터져라

쌍수 καταρρήγνυτον

(너희 둘은) 터져라

καταρρηγνύτων

(그 둘은) 터져라

복수 καταρρήγνυτε

(너희는) 터져라

καταρρηγνύντων

(그들은) 터져라

부정사 καταρρηγνύναι

터지는 것

분사 남성여성중성
καταρρηγνῡς

καταρρηγνυντος

καταρρηγνῡσα

καταρρηγνῡσης

καταρρηγνυν

καταρρηγνυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταρρήγνυμαι

(나는) 터져진다

καταρρήγνυσαι

(너는) 터져진다

καταρρήγνυται

(그는) 터져진다

쌍수 καταρρήγνυσθον

(너희 둘은) 터져진다

καταρρήγνυσθον

(그 둘은) 터져진다

복수 καταρρηγνύμεθα

(우리는) 터져진다

καταρρήγνυσθε

(너희는) 터져진다

καταρρήγνυνται

(그들은) 터져진다

접속법단수 καταρρηγνύωμαι

(나는) 터져지자

καταρρηγνύῃ

(너는) 터져지자

καταρρηγνύηται

(그는) 터져지자

쌍수 καταρρηγνύησθον

(너희 둘은) 터져지자

καταρρηγνύησθον

(그 둘은) 터져지자

복수 καταρρηγνυώμεθα

(우리는) 터져지자

καταρρηγνύησθε

(너희는) 터져지자

καταρρηγνύωνται

(그들은) 터져지자

기원법단수 καταρρηγνυοίμην

(나는) 터져지기를 (바라다)

καταρρηγνύοιο

(너는) 터져지기를 (바라다)

καταρρηγνύοιτο

(그는) 터져지기를 (바라다)

쌍수 καταρρηγνύοισθον

(너희 둘은) 터져지기를 (바라다)

καταρρηγνυοίσθην

(그 둘은) 터져지기를 (바라다)

복수 καταρρηγνυοίμεθα

(우리는) 터져지기를 (바라다)

καταρρηγνύοισθε

(너희는) 터져지기를 (바라다)

καταρρηγνύοιντο

(그들은) 터져지기를 (바라다)

명령법단수 καταρρήγνυσο

(너는) 터져져라

καταρρηγνύσθω

(그는) 터져져라

쌍수 καταρρήγνυσθον

(너희 둘은) 터져져라

καταρρηγνύσθων

(그 둘은) 터져져라

복수 καταρρήγνυσθε

(너희는) 터져져라

καταρρηγνύσθων

(그들은) 터져져라

부정사 καταρρήγνυσθαι

터져지는 것

분사 남성여성중성
καταρρηγνυμενος

καταρρηγνυμενου

καταρρηγνυμενη

καταρρηγνυμενης

καταρρηγνυμενον

καταρρηγνυμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταρρήξω

(나는) 터지겠다

καταρρήξεις

(너는) 터지겠다

καταρρήξει

(그는) 터지겠다

쌍수 καταρρήξετον

(너희 둘은) 터지겠다

καταρρήξετον

(그 둘은) 터지겠다

복수 καταρρήξομεν

(우리는) 터지겠다

καταρρήξετε

(너희는) 터지겠다

καταρρήξουσιν*

(그들은) 터지겠다

기원법단수 καταρρήξοιμι

(나는) 터지겠기를 (바라다)

καταρρήξοις

(너는) 터지겠기를 (바라다)

καταρρήξοι

(그는) 터지겠기를 (바라다)

쌍수 καταρρήξοιτον

(너희 둘은) 터지겠기를 (바라다)

καταρρηξοίτην

(그 둘은) 터지겠기를 (바라다)

복수 καταρρήξοιμεν

(우리는) 터지겠기를 (바라다)

καταρρήξοιτε

(너희는) 터지겠기를 (바라다)

καταρρήξοιεν

(그들은) 터지겠기를 (바라다)

부정사 καταρρήξειν

터질 것

분사 남성여성중성
καταρρηξων

καταρρηξοντος

καταρρηξουσα

καταρρηξουσης

καταρρηξον

καταρρηξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταρρήξομαι

(나는) 터져지겠다

καταρρήξει, καταρρήξῃ

(너는) 터져지겠다

καταρρήξεται

(그는) 터져지겠다

쌍수 καταρρήξεσθον

(너희 둘은) 터져지겠다

καταρρήξεσθον

(그 둘은) 터져지겠다

복수 καταρρηξόμεθα

(우리는) 터져지겠다

καταρρήξεσθε

(너희는) 터져지겠다

καταρρήξονται

(그들은) 터져지겠다

기원법단수 καταρρηξοίμην

(나는) 터져지겠기를 (바라다)

καταρρήξοιο

(너는) 터져지겠기를 (바라다)

καταρρήξοιτο

(그는) 터져지겠기를 (바라다)

쌍수 καταρρήξοισθον

(너희 둘은) 터져지겠기를 (바라다)

καταρρηξοίσθην

(그 둘은) 터져지겠기를 (바라다)

복수 καταρρηξοίμεθα

(우리는) 터져지겠기를 (바라다)

καταρρήξοισθε

(너희는) 터져지겠기를 (바라다)

καταρρήξοιντο

(그들은) 터져지겠기를 (바라다)

부정사 καταρρήξεσθαι

터져질 것

분사 남성여성중성
καταρρηξομενος

καταρρηξομενου

καταρρηξομενη

καταρρηξομενης

καταρρηξομενον

καταρρηξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέρρηγνυν

(나는) 터지고 있었다

κατέρρηγνυς

(너는) 터지고 있었다

κατέρρηγνυν*

(그는) 터지고 있었다

쌍수 κατερρήγνυτον

(너희 둘은) 터지고 있었다

κατερρηγνύτην

(그 둘은) 터지고 있었다

복수 κατερρήγνυμεν

(우리는) 터지고 있었다

κατερρήγνυτε

(너희는) 터지고 있었다

κατερρήγνυσαν

(그들은) 터지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατερρηγνύμην

(나는) 터져지고 있었다

κατερρηγνύου, κατερρήγνυσο

(너는) 터져지고 있었다

κατερρήγνυτο

(그는) 터져지고 있었다

쌍수 κατερρήγνυσθον

(너희 둘은) 터져지고 있었다

κατερρηγνύσθην

(그 둘은) 터져지고 있었다

복수 κατερρηγνύμεθα

(우리는) 터져지고 있었다

κατερρήγνυσθε

(너희는) 터져지고 있었다

κατερρήγνυντο

(그들은) 터져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εὔποδεσ δέ, ἐὰν τῇ αὐτῇ ὡρ́ᾳ μὴ καταρρηγνύωνται αὐτῶν οἱ πόδεσ τὰ ὄρη θεουσῶν· (Xenophon, Minor Works, , chapter 4 7:4)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 4 7:4)

유의어

  1. 터지다

  2. 찢다

  3. to be broken down

  4. to fall or rush down

  5. 조각내다

  6. 떨어지다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION