헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καρπόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καρπόω καρπώσω

형태분석: καρπό (어간) + ω (인칭어미)

어원: karpo/s

  1. 즐기다, 누리다
  1. to bear fruit or bear as fruit
  2. to get fruit for oneself
  3. to reap crops from, to exhaust or drain
  4. to enjoy the interest, enjoying the profits of, to make profit
  5. to reap the fruits of, enjoy the free use of
  6. to enjoy

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κάρπω

κάρποις

κάρποι

쌍수 κάρπουτον

κάρπουτον

복수 κάρπουμεν

κάρπουτε

κάρπουσιν*

접속법단수 κάρπω

κάρποις

κάρποι

쌍수 κάρπωτον

κάρπωτον

복수 κάρπωμεν

κάρπωτε

κάρπωσιν*

기원법단수 κάρποιμι

κάρποις

κάρποι

쌍수 κάρποιτον

καρποίτην

복수 κάρποιμεν

κάρποιτε

κάρποιεν

명령법단수 κᾶρπου

καρποῦτω

쌍수 κάρπουτον

καρποῦτων

복수 κάρπουτε

καρποῦντων, καρποῦτωσαν

부정사 κάρπουν

분사 남성여성중성
καρπων

καρπουντος

καρπουσα

καρπουσης

καρπουν

καρπουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κάρπουμαι

κάρποι

κάρπουται

쌍수 κάρπουσθον

κάρπουσθον

복수 καρποῦμεθα

κάρπουσθε

κάρπουνται

접속법단수 κάρπωμαι

κάρποι

κάρπωται

쌍수 κάρπωσθον

κάρπωσθον

복수 καρπώμεθα

κάρπωσθε

κάρπωνται

기원법단수 καρποίμην

κάρποιο

κάρποιτο

쌍수 κάρποισθον

καρποίσθην

복수 καρποίμεθα

κάρποισθε

κάρποιντο

명령법단수 κάρπου

καρποῦσθω

쌍수 κάρπουσθον

καρποῦσθων

복수 κάρπουσθε

καρποῦσθων, καρποῦσθωσαν

부정사 κάρπουσθαι

분사 남성여성중성
καρπουμενος

καρπουμενου

καρπουμενη

καρπουμενης

καρπουμενον

καρπουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γὰρ δοκεῖν δίκαιοσ, ἀλλ’ εἶναι θέλει, βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸσ καρπούμενοσ, ἀφ’ ἧσ τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα, πάντεσ ἀπέβλεψαν εἰσ Ἀριστείδην, ὡσ ἐκείνῳ μάλιστα τῆσ ἀρετῆσ ταύτησ προσηκούσησ. (Plutarch, , chapter 3 4:2)

    (플루타르코스, , chapter 3 4:2)

  • "οὐ γὰρ νῦν αἰτεῖ πρῶτον βωμὸν ὁ Ἔρωσ καὶ θυσίαν οὐδ’ ἔπηλυσ ἔκ τινοσ βαρβαρικῆσ δεισιδαιμονίασ, ὥσπερ Ἄτται τινὲσ καὶ Ἀδώνιοι λεγόμενοι, δι’ ἀνδρογύνων καὶ γυναικῶν παραδύεται κρύφα τιμὰσ οὐ προσηκούσασ καρπούμενοσ, ὥστε παρεισγραφῆσ δίκην φεύγειν καὶ νοθείασ τῆσ ἐν θεοῖσ. (Plutarch, Amatorius, section 13 2:5)

    (플루타르코스, Amatorius, section 13 2:5)

  • "ὁ γὰρ οὕτω διαθεὶσ ἑτέρουσ, ὥστε καὶ χαίρειν καὶ γάνυσθαι καὶ ποθεῖν ἅψασθαι καὶ προσαγορεῦσαι, δῆλόσ ἐστι καὶ τυφλῷ μεγάλασ ἔχων ἐν ἑαυτῷ καὶ καρπούμενοσ ἡδονάσ, ὅθεν οὐδὲ κάμνουσιν ὠφελοῦντεσ οὐδ’ ἀπαγορεύουσιν, ἀλλὰ τοιαύτασ αὐτῶν ἀκούομεν φωνάσ πολλοῦ σε θνητοῖσ ἄξιον τίκτει πατήρ καί μήποτέ γε παυσώμεσθα δρῶντεσ εὖ βροτούσ καὶ τί δεῖ περὶ τῶν ἄκρωσ ἀγαθῶν λέγειν; (Plutarch, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 175)

    (플루타르코스, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 175)

  • βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸσ καρπούμενοσ, ἀφ’ ἧσ τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα τὸ γὰρ ἐφ’ ἑαυτῷ καὶ τῇ διαθέσει τῇ περὶ αὑτὸν οὔσῃ κρατίστῃ μεγαλοφρονεῖν νοῦν ἔχοντοσ ἀνδρόσ ἐστι. (Plutarch, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 11 42:1)

    (플루타르코스, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 11 42:1)

  • οὐ γὰρ πλανώμενοσ περὶ τὴν Ἀσίαν, ὥσ φησι Θεόπομποσ, ἀλλ’ ἐν Μαγνησίᾳ μὲν οἰκῶν, καρπούμενοσ δὲ δωρεὰσ μεγάλασ καὶ τιμώμενοσ ὅμοια Περσῶν τοῖσ ἀρίστοισ, ἐπὶ πολὺν χρόνον ἀδεῶσ διῆγεν, οὐ πάνυ τι τοῖσ Ἑλληνικοῖσ πράγμασι βασιλέωσ προσέχοντοσ ὑπ’ ἀσχολιῶν περὶ τὰσ ἄνω πράξεισ. (Plutarch, , chapter 31 2:2)

    (플루타르코스, , chapter 31 2:2)

유의어

  1. to bear fruit or bear as fruit

  2. to reap crops from

  3. to enjoy the interest

  4. to reap the fruits of

  5. 즐기다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION