헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαντλέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαντλέω διαντλήσω

형태분석: δι (접두사) + ἀντλέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 지치게 하다, 배출하다, 고갈시키다
  1. to drain out, exhaust

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαντλῶ

(나는) 지치게 한다

διαντλεῖς

(너는) 지치게 한다

διαντλεῖ

(그는) 지치게 한다

쌍수 διαντλεῖτον

(너희 둘은) 지치게 한다

διαντλεῖτον

(그 둘은) 지치게 한다

복수 διαντλοῦμεν

(우리는) 지치게 한다

διαντλεῖτε

(너희는) 지치게 한다

διαντλοῦσιν*

(그들은) 지치게 한다

접속법단수 διαντλῶ

(나는) 지치게 하자

διαντλῇς

(너는) 지치게 하자

διαντλῇ

(그는) 지치게 하자

쌍수 διαντλῆτον

(너희 둘은) 지치게 하자

διαντλῆτον

(그 둘은) 지치게 하자

복수 διαντλῶμεν

(우리는) 지치게 하자

διαντλῆτε

(너희는) 지치게 하자

διαντλῶσιν*

(그들은) 지치게 하자

기원법단수 διαντλοῖμι

(나는) 지치게 하기를 (바라다)

διαντλοῖς

(너는) 지치게 하기를 (바라다)

διαντλοῖ

(그는) 지치게 하기를 (바라다)

쌍수 διαντλοῖτον

(너희 둘은) 지치게 하기를 (바라다)

διαντλοίτην

(그 둘은) 지치게 하기를 (바라다)

복수 διαντλοῖμεν

(우리는) 지치게 하기를 (바라다)

διαντλοῖτε

(너희는) 지치게 하기를 (바라다)

διαντλοῖεν

(그들은) 지치게 하기를 (바라다)

명령법단수 διάντλει

(너는) 지치게 해라

διαντλείτω

(그는) 지치게 해라

쌍수 διαντλεῖτον

(너희 둘은) 지치게 해라

διαντλείτων

(그 둘은) 지치게 해라

복수 διαντλεῖτε

(너희는) 지치게 해라

διαντλούντων, διαντλείτωσαν

(그들은) 지치게 해라

부정사 διαντλεῖν

지치게 하는 것

분사 남성여성중성
διαντλων

διαντλουντος

διαντλουσα

διαντλουσης

διαντλουν

διαντλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαντλοῦμαι

(나는) 지치게 된다

διαντλεῖ, διαντλῇ

(너는) 지치게 된다

διαντλεῖται

(그는) 지치게 된다

쌍수 διαντλεῖσθον

(너희 둘은) 지치게 된다

διαντλεῖσθον

(그 둘은) 지치게 된다

복수 διαντλούμεθα

(우리는) 지치게 된다

διαντλεῖσθε

(너희는) 지치게 된다

διαντλοῦνται

(그들은) 지치게 된다

접속법단수 διαντλῶμαι

(나는) 지치게 되자

διαντλῇ

(너는) 지치게 되자

διαντλῆται

(그는) 지치게 되자

쌍수 διαντλῆσθον

(너희 둘은) 지치게 되자

διαντλῆσθον

(그 둘은) 지치게 되자

복수 διαντλώμεθα

(우리는) 지치게 되자

διαντλῆσθε

(너희는) 지치게 되자

διαντλῶνται

(그들은) 지치게 되자

기원법단수 διαντλοίμην

(나는) 지치게 되기를 (바라다)

διαντλοῖο

(너는) 지치게 되기를 (바라다)

διαντλοῖτο

(그는) 지치게 되기를 (바라다)

쌍수 διαντλοῖσθον

(너희 둘은) 지치게 되기를 (바라다)

διαντλοίσθην

(그 둘은) 지치게 되기를 (바라다)

복수 διαντλοίμεθα

(우리는) 지치게 되기를 (바라다)

διαντλοῖσθε

(너희는) 지치게 되기를 (바라다)

διαντλοῖντο

(그들은) 지치게 되기를 (바라다)

명령법단수 διαντλοῦ

(너는) 지치게 되어라

διαντλείσθω

(그는) 지치게 되어라

쌍수 διαντλεῖσθον

(너희 둘은) 지치게 되어라

διαντλείσθων

(그 둘은) 지치게 되어라

복수 διαντλεῖσθε

(너희는) 지치게 되어라

διαντλείσθων, διαντλείσθωσαν

(그들은) 지치게 되어라

부정사 διαντλεῖσθαι

지치게 되는 것

분사 남성여성중성
διαντλουμενος

διαντλουμενου

διαντλουμενη

διαντλουμενης

διαντλουμενον

διαντλουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαντλήσω

(나는) 지치게 하겠다

διαντλήσεις

(너는) 지치게 하겠다

διαντλήσει

(그는) 지치게 하겠다

쌍수 διαντλήσετον

(너희 둘은) 지치게 하겠다

διαντλήσετον

(그 둘은) 지치게 하겠다

복수 διαντλήσομεν

(우리는) 지치게 하겠다

διαντλήσετε

(너희는) 지치게 하겠다

διαντλήσουσιν*

(그들은) 지치게 하겠다

기원법단수 διαντλήσοιμι

(나는) 지치게 하겠기를 (바라다)

διαντλήσοις

(너는) 지치게 하겠기를 (바라다)

διαντλήσοι

(그는) 지치게 하겠기를 (바라다)

쌍수 διαντλήσοιτον

(너희 둘은) 지치게 하겠기를 (바라다)

διαντλησοίτην

(그 둘은) 지치게 하겠기를 (바라다)

복수 διαντλήσοιμεν

(우리는) 지치게 하겠기를 (바라다)

διαντλήσοιτε

(너희는) 지치게 하겠기를 (바라다)

διαντλήσοιεν

(그들은) 지치게 하겠기를 (바라다)

부정사 διαντλήσειν

지치게 할 것

분사 남성여성중성
διαντλησων

διαντλησοντος

διαντλησουσα

διαντλησουσης

διαντλησον

διαντλησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαντλήσομαι

(나는) 지치게 되겠다

διαντλήσει, διαντλήσῃ

(너는) 지치게 되겠다

διαντλήσεται

(그는) 지치게 되겠다

쌍수 διαντλήσεσθον

(너희 둘은) 지치게 되겠다

διαντλήσεσθον

(그 둘은) 지치게 되겠다

복수 διαντλησόμεθα

(우리는) 지치게 되겠다

διαντλήσεσθε

(너희는) 지치게 되겠다

διαντλήσονται

(그들은) 지치게 되겠다

기원법단수 διαντλησοίμην

(나는) 지치게 되겠기를 (바라다)

διαντλήσοιο

(너는) 지치게 되겠기를 (바라다)

διαντλήσοιτο

(그는) 지치게 되겠기를 (바라다)

쌍수 διαντλήσοισθον

(너희 둘은) 지치게 되겠기를 (바라다)

διαντλησοίσθην

(그 둘은) 지치게 되겠기를 (바라다)

복수 διαντλησοίμεθα

(우리는) 지치게 되겠기를 (바라다)

διαντλήσοισθε

(너희는) 지치게 되겠기를 (바라다)

διαντλήσοιντο

(그들은) 지치게 되겠기를 (바라다)

부정사 διαντλήσεσθαι

지치게 될 것

분사 남성여성중성
διαντλησομενος

διαντλησομενου

διαντλησομενη

διαντλησομενης

διαντλησομενον

διαντλησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διῆντλουν

(나는) 지치게 하고 있었다

διῆντλεις

(너는) 지치게 하고 있었다

διῆντλειν*

(그는) 지치게 하고 있었다

쌍수 διήντλειτον

(너희 둘은) 지치게 하고 있었다

διηντλεῖτην

(그 둘은) 지치게 하고 있었다

복수 διήντλουμεν

(우리는) 지치게 하고 있었다

διήντλειτε

(너희는) 지치게 하고 있었다

διῆντλουν

(그들은) 지치게 하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διηντλοῦμην

(나는) 지치게 되고 있었다

διήντλου

(너는) 지치게 되고 있었다

διήντλειτο

(그는) 지치게 되고 있었다

쌍수 διήντλεισθον

(너희 둘은) 지치게 되고 있었다

διηντλεῖσθην

(그 둘은) 지치게 되고 있었다

복수 διηντλοῦμεθα

(우리는) 지치게 되고 있었다

διήντλεισθε

(너희는) 지치게 되고 있었다

διήντλουντο

(그들은) 지치게 되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "οὐχ ἱκανά μοι τὰ ἐπὶ τῆσ ἡμέρασ ἔργα, ψεύδεσθαι καὶ ἐπιορκεῖν καὶ τοὺσ τοσούτουσ ὕθλουσ καὶ λήρουσ διαντλεῖν, μᾶλλον δὲ τὸν βόρβορον τῶν λόγων ἐκείνων ἐμεῖν, ἀλλ’ οὐδὲ νυκτὸσ τὴν κακοδαίμονα σχολὴν ἄγειν ἐᾷσ, ἀλλὰ μόνη σοι πάντα ποιῶ καὶ πατοῦμαι καὶ μιαίνομαι,^ καὶ ἀντὶ γλώττησ ὅσα καὶ χειρὶ χρῆσθαι διέγνωκασ καὶ ὥσπερ ἀλλοτρίαν ὑβρίζεισ καὶ ἐπικλύζεισ τοσούτοισ κακοῖσ. (Lucian, Pseudologista, (no name) 22:5)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 22:5)

유의어

  1. 지치게 하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION