헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταντλέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταντλέω καταντλήσω

형태분석: κατ (접두사) + ἀντλέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 붓다, 넘겨 던지다, ~를 지나가다, 거치다
  1. to pour, over, to pour a flood of words over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταντλῶ

(나는) 붓는다

καταντλεῖς

(너는) 붓는다

καταντλεῖ

(그는) 붓는다

쌍수 καταντλεῖτον

(너희 둘은) 붓는다

καταντλεῖτον

(그 둘은) 붓는다

복수 καταντλοῦμεν

(우리는) 붓는다

καταντλεῖτε

(너희는) 붓는다

καταντλοῦσιν*

(그들은) 붓는다

접속법단수 καταντλῶ

(나는) 붓자

καταντλῇς

(너는) 붓자

καταντλῇ

(그는) 붓자

쌍수 καταντλῆτον

(너희 둘은) 붓자

καταντλῆτον

(그 둘은) 붓자

복수 καταντλῶμεν

(우리는) 붓자

καταντλῆτε

(너희는) 붓자

καταντλῶσιν*

(그들은) 붓자

기원법단수 καταντλοῖμι

(나는) 붓기를 (바라다)

καταντλοῖς

(너는) 붓기를 (바라다)

καταντλοῖ

(그는) 붓기를 (바라다)

쌍수 καταντλοῖτον

(너희 둘은) 붓기를 (바라다)

καταντλοίτην

(그 둘은) 붓기를 (바라다)

복수 καταντλοῖμεν

(우리는) 붓기를 (바라다)

καταντλοῖτε

(너희는) 붓기를 (바라다)

καταντλοῖεν

(그들은) 붓기를 (바라다)

명령법단수 κατάντλει

(너는) 부어라

καταντλείτω

(그는) 부어라

쌍수 καταντλεῖτον

(너희 둘은) 부어라

καταντλείτων

(그 둘은) 부어라

복수 καταντλεῖτε

(너희는) 부어라

καταντλούντων, καταντλείτωσαν

(그들은) 부어라

부정사 καταντλεῖν

붓는 것

분사 남성여성중성
καταντλων

καταντλουντος

καταντλουσα

καταντλουσης

καταντλουν

καταντλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταντλοῦμαι

(나는) 부어진다

καταντλεῖ, καταντλῇ

(너는) 부어진다

καταντλεῖται

(그는) 부어진다

쌍수 καταντλεῖσθον

(너희 둘은) 부어진다

καταντλεῖσθον

(그 둘은) 부어진다

복수 καταντλούμεθα

(우리는) 부어진다

καταντλεῖσθε

(너희는) 부어진다

καταντλοῦνται

(그들은) 부어진다

접속법단수 καταντλῶμαι

(나는) 부어지자

καταντλῇ

(너는) 부어지자

καταντλῆται

(그는) 부어지자

쌍수 καταντλῆσθον

(너희 둘은) 부어지자

καταντλῆσθον

(그 둘은) 부어지자

복수 καταντλώμεθα

(우리는) 부어지자

καταντλῆσθε

(너희는) 부어지자

καταντλῶνται

(그들은) 부어지자

기원법단수 καταντλοίμην

(나는) 부어지기를 (바라다)

καταντλοῖο

(너는) 부어지기를 (바라다)

καταντλοῖτο

(그는) 부어지기를 (바라다)

쌍수 καταντλοῖσθον

(너희 둘은) 부어지기를 (바라다)

καταντλοίσθην

(그 둘은) 부어지기를 (바라다)

복수 καταντλοίμεθα

(우리는) 부어지기를 (바라다)

καταντλοῖσθε

(너희는) 부어지기를 (바라다)

καταντλοῖντο

(그들은) 부어지기를 (바라다)

명령법단수 καταντλοῦ

(너는) 부어져라

καταντλείσθω

(그는) 부어져라

쌍수 καταντλεῖσθον

(너희 둘은) 부어져라

καταντλείσθων

(그 둘은) 부어져라

복수 καταντλεῖσθε

(너희는) 부어져라

καταντλείσθων, καταντλείσθωσαν

(그들은) 부어져라

부정사 καταντλεῖσθαι

부어지는 것

분사 남성여성중성
καταντλουμενος

καταντλουμενου

καταντλουμενη

καταντλουμενης

καταντλουμενον

καταντλουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταντλήσω

(나는) 붓겠다

καταντλήσεις

(너는) 붓겠다

καταντλήσει

(그는) 붓겠다

쌍수 καταντλήσετον

(너희 둘은) 붓겠다

καταντλήσετον

(그 둘은) 붓겠다

복수 καταντλήσομεν

(우리는) 붓겠다

καταντλήσετε

(너희는) 붓겠다

καταντλήσουσιν*

(그들은) 붓겠다

기원법단수 καταντλήσοιμι

(나는) 붓겠기를 (바라다)

καταντλήσοις

(너는) 붓겠기를 (바라다)

καταντλήσοι

(그는) 붓겠기를 (바라다)

쌍수 καταντλήσοιτον

(너희 둘은) 붓겠기를 (바라다)

καταντλησοίτην

(그 둘은) 붓겠기를 (바라다)

복수 καταντλήσοιμεν

(우리는) 붓겠기를 (바라다)

καταντλήσοιτε

(너희는) 붓겠기를 (바라다)

καταντλήσοιεν

(그들은) 붓겠기를 (바라다)

부정사 καταντλήσειν

부을 것

분사 남성여성중성
καταντλησων

καταντλησοντος

καταντλησουσα

καταντλησουσης

καταντλησον

καταντλησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταντλήσομαι

(나는) 부어지겠다

καταντλήσει, καταντλήσῃ

(너는) 부어지겠다

καταντλήσεται

(그는) 부어지겠다

쌍수 καταντλήσεσθον

(너희 둘은) 부어지겠다

καταντλήσεσθον

(그 둘은) 부어지겠다

복수 καταντλησόμεθα

(우리는) 부어지겠다

καταντλήσεσθε

(너희는) 부어지겠다

καταντλήσονται

(그들은) 부어지겠다

기원법단수 καταντλησοίμην

(나는) 부어지겠기를 (바라다)

καταντλήσοιο

(너는) 부어지겠기를 (바라다)

καταντλήσοιτο

(그는) 부어지겠기를 (바라다)

쌍수 καταντλήσοισθον

(너희 둘은) 부어지겠기를 (바라다)

καταντλησοίσθην

(그 둘은) 부어지겠기를 (바라다)

복수 καταντλησοίμεθα

(우리는) 부어지겠기를 (바라다)

καταντλήσοισθε

(너희는) 부어지겠기를 (바라다)

καταντλήσοιντο

(그들은) 부어지겠기를 (바라다)

부정사 καταντλήσεσθαι

부어질 것

분사 남성여성중성
καταντλησομενος

καταντλησομενου

καταντλησομενη

καταντλησομενης

καταντλησομενον

καταντλησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῆντλουν

(나는) 붓고 있었다

κατῆντλεις

(너는) 붓고 있었다

κατῆντλειν*

(그는) 붓고 있었다

쌍수 κατήντλειτον

(너희 둘은) 붓고 있었다

κατηντλεῖτην

(그 둘은) 붓고 있었다

복수 κατήντλουμεν

(우리는) 붓고 있었다

κατήντλειτε

(너희는) 붓고 있었다

κατῆντλουν

(그들은) 붓고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηντλοῦμην

(나는) 부어지고 있었다

κατήντλου

(너는) 부어지고 있었다

κατήντλειτο

(그는) 부어지고 있었다

쌍수 κατήντλεισθον

(너희 둘은) 부어지고 있었다

κατηντλεῖσθην

(그 둘은) 부어지고 있었다

복수 κατηντλοῦμεθα

(우리는) 부어지고 있었다

κατήντλεισθε

(너희는) 부어지고 있었다

κατήντλουντο

(그들은) 부어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γενόμενοσ δ’ ἔννουσ μόλισ ᾔτησε κύλικα καὶ λαβὼν ἑξῆσ πυκνὰσ ἕλκει, καταντλεῖ, κατά τε τὴν παροιμίαν αἰεὶ ποτ’ εὖ μὲν ἀσκόσ, εὖ δὲ θύλακοσ ἅνθρωπόσ ἐστιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 414)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 414)

  • καὶ ἃ μὲν καταλογάδην διηγεῖται, δεινὰ ὄντα, οὐ πάνυ τι δεινά ἐστιν, ἀλλ’ ἐπειδὰν τὰ ποιήματα ἡμῶν ἐπιχειρήσῃ καταντλεῖν καὶ συγγράμματα. (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 23:2)

    (플라톤, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 23:2)

유의어

  1. 붓다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION