헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναντλέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναντλέω συναντλήσω

형태분석: συν (접두사) + ἀντλέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 참여하다, 연결하다, 잇다, 연합하다
  1. to drain along with, to join, in bearing all

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναντλῶ

(나는) 참여한다

συναντλεῖς

(너는) 참여한다

συναντλεῖ

(그는) 참여한다

쌍수 συναντλεῖτον

(너희 둘은) 참여한다

συναντλεῖτον

(그 둘은) 참여한다

복수 συναντλοῦμεν

(우리는) 참여한다

συναντλεῖτε

(너희는) 참여한다

συναντλοῦσιν*

(그들은) 참여한다

접속법단수 συναντλῶ

(나는) 참여하자

συναντλῇς

(너는) 참여하자

συναντλῇ

(그는) 참여하자

쌍수 συναντλῆτον

(너희 둘은) 참여하자

συναντλῆτον

(그 둘은) 참여하자

복수 συναντλῶμεν

(우리는) 참여하자

συναντλῆτε

(너희는) 참여하자

συναντλῶσιν*

(그들은) 참여하자

기원법단수 συναντλοῖμι

(나는) 참여하기를 (바라다)

συναντλοῖς

(너는) 참여하기를 (바라다)

συναντλοῖ

(그는) 참여하기를 (바라다)

쌍수 συναντλοῖτον

(너희 둘은) 참여하기를 (바라다)

συναντλοίτην

(그 둘은) 참여하기를 (바라다)

복수 συναντλοῖμεν

(우리는) 참여하기를 (바라다)

συναντλοῖτε

(너희는) 참여하기를 (바라다)

συναντλοῖεν

(그들은) 참여하기를 (바라다)

명령법단수 συνάντλει

(너는) 참여해라

συναντλείτω

(그는) 참여해라

쌍수 συναντλεῖτον

(너희 둘은) 참여해라

συναντλείτων

(그 둘은) 참여해라

복수 συναντλεῖτε

(너희는) 참여해라

συναντλούντων, συναντλείτωσαν

(그들은) 참여해라

부정사 συναντλεῖν

참여하는 것

분사 남성여성중성
συναντλων

συναντλουντος

συναντλουσα

συναντλουσης

συναντλουν

συναντλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναντλοῦμαι

(나는) 참여된다

συναντλεῖ, συναντλῇ

(너는) 참여된다

συναντλεῖται

(그는) 참여된다

쌍수 συναντλεῖσθον

(너희 둘은) 참여된다

συναντλεῖσθον

(그 둘은) 참여된다

복수 συναντλούμεθα

(우리는) 참여된다

συναντλεῖσθε

(너희는) 참여된다

συναντλοῦνται

(그들은) 참여된다

접속법단수 συναντλῶμαι

(나는) 참여되자

συναντλῇ

(너는) 참여되자

συναντλῆται

(그는) 참여되자

쌍수 συναντλῆσθον

(너희 둘은) 참여되자

συναντλῆσθον

(그 둘은) 참여되자

복수 συναντλώμεθα

(우리는) 참여되자

συναντλῆσθε

(너희는) 참여되자

συναντλῶνται

(그들은) 참여되자

기원법단수 συναντλοίμην

(나는) 참여되기를 (바라다)

συναντλοῖο

(너는) 참여되기를 (바라다)

συναντλοῖτο

(그는) 참여되기를 (바라다)

쌍수 συναντλοῖσθον

(너희 둘은) 참여되기를 (바라다)

συναντλοίσθην

(그 둘은) 참여되기를 (바라다)

복수 συναντλοίμεθα

(우리는) 참여되기를 (바라다)

συναντλοῖσθε

(너희는) 참여되기를 (바라다)

συναντλοῖντο

(그들은) 참여되기를 (바라다)

명령법단수 συναντλοῦ

(너는) 참여되어라

συναντλείσθω

(그는) 참여되어라

쌍수 συναντλεῖσθον

(너희 둘은) 참여되어라

συναντλείσθων

(그 둘은) 참여되어라

복수 συναντλεῖσθε

(너희는) 참여되어라

συναντλείσθων, συναντλείσθωσαν

(그들은) 참여되어라

부정사 συναντλεῖσθαι

참여되는 것

분사 남성여성중성
συναντλουμενος

συναντλουμενου

συναντλουμενη

συναντλουμενης

συναντλουμενον

συναντλουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναντλήσω

(나는) 참여하겠다

συναντλήσεις

(너는) 참여하겠다

συναντλήσει

(그는) 참여하겠다

쌍수 συναντλήσετον

(너희 둘은) 참여하겠다

συναντλήσετον

(그 둘은) 참여하겠다

복수 συναντλήσομεν

(우리는) 참여하겠다

συναντλήσετε

(너희는) 참여하겠다

συναντλήσουσιν*

(그들은) 참여하겠다

기원법단수 συναντλήσοιμι

(나는) 참여하겠기를 (바라다)

συναντλήσοις

(너는) 참여하겠기를 (바라다)

συναντλήσοι

(그는) 참여하겠기를 (바라다)

쌍수 συναντλήσοιτον

(너희 둘은) 참여하겠기를 (바라다)

συναντλησοίτην

(그 둘은) 참여하겠기를 (바라다)

복수 συναντλήσοιμεν

(우리는) 참여하겠기를 (바라다)

συναντλήσοιτε

(너희는) 참여하겠기를 (바라다)

συναντλήσοιεν

(그들은) 참여하겠기를 (바라다)

부정사 συναντλήσειν

참여할 것

분사 남성여성중성
συναντλησων

συναντλησοντος

συναντλησουσα

συναντλησουσης

συναντλησον

συναντλησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναντλήσομαι

(나는) 참여되겠다

συναντλήσει, συναντλήσῃ

(너는) 참여되겠다

συναντλήσεται

(그는) 참여되겠다

쌍수 συναντλήσεσθον

(너희 둘은) 참여되겠다

συναντλήσεσθον

(그 둘은) 참여되겠다

복수 συναντλησόμεθα

(우리는) 참여되겠다

συναντλήσεσθε

(너희는) 참여되겠다

συναντλήσονται

(그들은) 참여되겠다

기원법단수 συναντλησοίμην

(나는) 참여되겠기를 (바라다)

συναντλήσοιο

(너는) 참여되겠기를 (바라다)

συναντλήσοιτο

(그는) 참여되겠기를 (바라다)

쌍수 συναντλήσοισθον

(너희 둘은) 참여되겠기를 (바라다)

συναντλησοίσθην

(그 둘은) 참여되겠기를 (바라다)

복수 συναντλησοίμεθα

(우리는) 참여되겠기를 (바라다)

συναντλήσοισθε

(너희는) 참여되겠기를 (바라다)

συναντλήσοιντο

(그들은) 참여되겠기를 (바라다)

부정사 συναντλήσεσθαι

참여될 것

분사 남성여성중성
συναντλησομενος

συναντλησομενου

συναντλησομενη

συναντλησομενης

συναντλησομενον

συναντλησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνήντλουν

(나는) 참여하고 있었다

συνήντλεις

(너는) 참여하고 있었다

συνήντλειν*

(그는) 참여하고 있었다

쌍수 συνηντλεῖτον

(너희 둘은) 참여하고 있었다

συνηντλείτην

(그 둘은) 참여하고 있었다

복수 συνηντλοῦμεν

(우리는) 참여하고 있었다

συνηντλεῖτε

(너희는) 참여하고 있었다

συνήντλουν

(그들은) 참여하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηντλούμην

(나는) 참여되고 있었다

συνηντλοῦ

(너는) 참여되고 있었다

συνηντλεῖτο

(그는) 참여되고 있었다

쌍수 συνηντλεῖσθον

(너희 둘은) 참여되고 있었다

συνηντλείσθην

(그 둘은) 참여되고 있었다

복수 συνηντλούμεθα

(우리는) 참여되고 있었다

συνηντλεῖσθε

(너희는) 참여되고 있었다

συνηντλοῦντο

(그들은) 참여되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ πέλασ ἄλλοσ αὐ‐ τοῦ πανὸν πυρίφλεκτον αἴ‐ ρει τισ ‐ ἆρ’ ὃσ ἐμαῖσι μυ‐ θεύεται παρὰ πήναισ, ἀσπιστὰσ Ιὄλαοσ, ὃσ κοινοὺσ αἰρόμενοσ πόνουσ Δίῳ παιδὶ συναντλεῖ; (Euripides, Ion, choral, antistrophe 12)

    (에우리피데스, Ion, choral, antistrophe 12)

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION