Ancient Greek-English Dictionary Language

κάρηνον

Second declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κάρηνον κάρηνου

Structure: καρην (Stem) + ον (Ending)

Etym.: ka/rh

Sense

  1. the head, head
  2. peaks, a citadel

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀλλ’ οὐχ ἡμερίδων θαλερὴν ἐδόκευεν ὀπώρην πεπταμένην χαρίεντοσ ἐπὶ ξυνοχῇσι καρήνου. (Colluthus, Rape of Helen, book 1124)
  • κλῦθι, βροτῶν ἐπίκουρε, δοτὴρ εὐθαρσέοσ ἥβησ, πρηὺ καταστίλβων σέλασ ὑψόθεν ἐσ βιότητα ἡμετέρην καὶ κάρτοσ ἀρήιον, ὥσ κε δυναίμην σεύασθαι κακότητα πικρὴν ἀπ’ ἐμοῖο καρήνου, καὶ ψυχῆσ ἀπατηλὸν ὑπογνάμψαι φρεσὶν ὁρμήν, θυμοῦ αὖ μένοσ ὀξὺ κατισχέμεν, ὅσ μ’ ἐρέθῃσι φυλόπιδοσ κρυερῆσ ἐπιβαινέμεν· (Anonymous, Homeric Hymns, 2:2)
  • ἣ δὲ πρόσθεν Διὸσ αἰγιόχοιο ἐσσυμένωσ ὤρουσεν ἀπ’ ἀθανάτοιο καρήνου, σείσασ’ ὀξὺν ἄκοντα· (Anonymous, Homeric Hymns, 2:3)
  • πένθιμον ἡνίκα πατρὶ Πολυξείνησ ὑμέναιον ἤνυσεν ὀγκωτοῦ Πύρροσ ὕπερθε τάφου, ὧδε πολυκλαύτοιο κόμασ λακίσασα καρήνου Κισσηὶσ τεκέων κλαῦσε φόνουσ Ἑκάβη· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 1171)
  • πολιὴ γὰρ ὅλου κρατέουσα καρήνου οὐ σῴζει προτέρησ ἴχνιον ἀγλαϊήσ. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 582)

Synonyms

  1. the head

  2. peaks

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION