헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάθαρσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κάθαρσις καθάρσεως

형태분석: καθαρσι (어간) + ς (어미)

어원: kaqai/rw

  1. 정화, 씻음, 속죄
  2. 설명, 석의, 이유
  3. 정화, 씻음
  1. cleansing, purification (in a moral/spiritual sense)
  2. clarification, explanation
  3. purging, evacuation (in a medical sense)
  4. pruning trees, shearing grain, clearing land

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κάθαρσις

정화가

καθάρσει

정화들이

καθάρσεις

정화들이

속격 καθάρσεως

정화의

καθάρσοιν

정화들의

καθάρσεων

정화들의

여격 καθάρσει

정화에게

καθάρσοιν

정화들에게

καθάρσεσιν*

정화들에게

대격 κάθαρσιν

정화를

καθάρσει

정화들을

καθάρσεις

정화들을

호격 κάθαρσι

정화야

καθάρσει

정화들아

καθάρσεις

정화들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πάρεξ πυρὶ δέδοται εἰσ ἀνάλωσιν, τὴν κατ̓ ἐνιαυτὸν κάθαρσιν ἀπ̓ αὐτῆσ ἀναλίσκει τὸ πῦρ, καὶ ἐκλείπει εἰσ τέλοσ. μὴ χρήσιμον ἔσται εἰσ ἐργασίαν̣ (Septuagint, Prophetia Ezechielis 15:4)

    (70인역 성경, 에제키엘서 15:4)

  • τὸ μέντοι κωθωνίζεσθαι διά τινων ἡμερῶν δοκεῖ μοι ποιεῖν τινα καὶ τοῦ σώματοσ κάθαρσιν καὶ τῆσ ψυχῆσ ἄνεσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 673)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 673)

  • ὁ δὲ Κάτων ἐτύγχανε μὲν ὢν τότε περὶ κοιλίασ κάθαρσιν, ἥκειν δὲ τὸν Πτολεμαῖον, εἰ βούλοιτο, κελεύσασ πρὸσ αὐτόν, ὡσ δὲ ἦλθεν, οὔτε ἀπαντήσασ οὔτε ὑπεξαναστάσ, ἀλλ’ ὡσ ἕνα τῶν ἐπιτυχόντων ἀσπασάμενοσ καὶ καθίσαι κελεύσασ, πρῶτον αὐτοῖσ τούτοισ διετάραξε, θαυμάζοντα πρὸσ τὸ δημοτικὸν καὶ λιτὸν αὑτοῦ τῆσ κατασκευῆσ τὴν ὑπεροψίαν καὶ βαρύτητα τοῦ ἤθουσ. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 35 3:1)

    (플루타르코스, Cato the Younger, chapter 35 3:1)

  • "ἔτι δὲ μᾶλλον εἰκόνι τὸ συμβαῖνον ἐνδείκνυται, τοῖσ ὑπὸ τῶν πλοκάνων καὶ ὀργάνων τῶν περὶ τὴν τοῦ σίτου κάθαρσιν σειομένοισ καὶ ἀναλικμωμένοισ ὁμοίωσ λέγων τὰ στοιχεῖα σείοντα τὴν ὕλην ὑπ’ ἐκείνησ; (Plutarch, De defectu oraculorum, section 375)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 375)

  • "ἀλλ’ ἀεὶ μὲν ἔχειν ἔχειν δὲ φαυλότερα τῷ σώματι μεμιγμένασ, καὶ τὰ μὲν ὅλωσ ἄδηλα καὶ κεκρυμμένα τὰ δ’ ἀσθενῆ καὶ ἀμαυρὰ καὶ τοῖσ δι’ ὁμίχλησ ὁρῶσιν ἢ κινουμένοισ ἐν ὑγρῷ παραπλησίωσ δύσεργα καὶ βραδέα, καὶ πολλὴν ποθοῦντα θεραπείαν τοῦ οἰκείου καὶ ἀνάληψιν ἀφαίρεσιν δὲ καὶ κάθαρσιν τοῦ καλύπτοντοσ. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 39 2:5)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 39 2:5)

유의어

  1. 정화

  2. 정화

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION