헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάθαρσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κάθαρσις καθάρσεως

형태분석: καθαρσι (어간) + ς (어미)

어원: kaqai/rw

  1. 정화, 씻음, 속죄
  2. 설명, 석의, 이유
  3. 정화, 씻음
  1. cleansing, purification (in a moral/spiritual sense)
  2. clarification, explanation
  3. purging, evacuation (in a medical sense)
  4. pruning trees, shearing grain, clearing land

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κάθαρσις

정화가

καθάρσει

정화들이

καθάρσεις

정화들이

속격 καθάρσεως

정화의

καθάρσοιν

정화들의

καθάρσεων

정화들의

여격 καθάρσει

정화에게

καθάρσοιν

정화들에게

καθάρσεσιν*

정화들에게

대격 κάθαρσιν

정화를

καθάρσει

정화들을

καθάρσεις

정화들을

호격 κάθαρσι

정화야

καθάρσει

정화들아

καθάρσεις

정화들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔπειτα ἐν τῇσι τροφῇσι φθινώδεά τε καὶ πονηρὰ γίνεται‧ ἥ τε κάθαρσισ τῇσι γυναιξὶν οὐκ ἐπιγίνεται χρηστὴ μετὰ τὸν τόκον. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , vii.13)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , vii.13)

  • τοῖσι μὲν ἀνδράσιν αὗται αἱ προφάσιεσ γίνονται, τῇσι δὲ γυναιξὶν ἥ τε πιότησ τῆσ σαρκὸσ καὶ ὑγρότησ‧ οὐ γὰρ δύνανται ἔτι συναρπάζειν αἱ μῆτραι τὸν γόνον‧ οὔτε γὰρ ἐπιμήνιοσ κάθαρσισ αὐτῇσι γίνεται ὡσ χρεών ἐστιν, ἀλλ’ ὀλίγον καὶ διὰ χρόνου, τό τε στόμα τῶν μητρέων ὑπὸ πιμελῆσ συγκλείεται καὶ οὐχ ὑποδέχεται τὸν γόνον‧ αὐταί τε ἀταλαίπωροι καὶ πίεραι καὶ αἱ κοιλίαι ψυχραὶ καὶ μαλθακαί. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xxi.3)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , xxi.3)

  • Ἔστι δὲ οἷσιν ἴκτεροι ἑκταίοισ, ἀλλὰ τούτοισ ἢ κατὰ κύστιν κάθαρσισ ἢ κοιλίη ἐκταραχθεῖσα ὠφέλει ἢ δαψιλὴσ αἱμορραγίη, οἱο͂ν Ἡρακλείδῃ, ὃσ κατέκειτο παρὰ Ἀριστοκύδει. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 136)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 136)

  • Ἐν Θάσῳ Φιλίνου γυναῖκα θυγατέρα τεκοῦσαν κατὰ φύσιν καθάρσιοσ γενομένησ καὶ τὰ ἄλλα κούφωσ διάγουσαν, τεσσαρεσκαιδεκαταίην ἐοῦσαν μετὰ τὸν τόκον, πῦρ ἔλαβε μετὰ Ῥίγεοσ‧ ἤλγει δὲ ἀρχομένη καρδίην καὶ ὑποχόνδριον δεξιόν‧ γυναικείων πόνοι‧ κάθαρσισ ἐπαύσατο. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 260)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 260)

  • αἱ δὲ βῆχεσ ἐνῆσαν μὲν διὰ τέλεοσ πολλαὶ καὶ πολλὰ ἀνάγουσαι πέπονα καὶ ὑγρά, μετὰ πόνων δὲ οὐ λίην‧ ἀλλ’ εἰ καὶ ἐπόνεον, πάνυ πρηέωσ πᾶσιν ἡ κάθαρσισ τῶν ἀπὸ πνεύμονοσ ἐγίνετο. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 244)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 244)

유의어

  1. 정화

  2. 정화

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION