헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθάρσιος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθάρσιος καθάρσιον

형태분석: καθαρσι (어간) + ος (어미)

어원: kaqai/rw

  1. cleansing, purifying
  2. cleansing or purifying from, purifying
  3. a purifying sacrifice, purification

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 καθάρσιος

(이)가

καθάρσιον

(것)가

속격 καθαρσίου

(이)의

καθαρσίου

(것)의

여격 καθαρσίῳ

(이)에게

καθαρσίῳ

(것)에게

대격 καθάρσιον

(이)를

καθάρσιον

(것)를

호격 καθάρσιε

(이)야

καθάρσιον

(것)야

쌍수주/대/호 καθαρσίω

(이)들이

καθαρσίω

(것)들이

속/여 καθαρσίοιν

(이)들의

καθαρσίοιν

(것)들의

복수주격 καθάρσιοι

(이)들이

καθάρσια

(것)들이

속격 καθαρσίων

(이)들의

καθαρσίων

(것)들의

여격 καθαρσίοις

(이)들에게

καθαρσίοις

(것)들에게

대격 καθαρσίους

(이)들을

καθάρσια

(것)들을

호격 καθάρσιοι

(이)들아

καθάρσια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ γὰρ Ἕλληνεσ ἔν τε τοῖσ καθαρσίοισ σκύλακασ ἐκφέρουσι καὶ πολλαχοῦ χρῶνται τοῖσ λεγομένοισ περισκυλακισμοῖσ· (Plutarch, chapter 21 8:1)

    (플루타르코스, chapter 21 8:1)

  • ἔστι δὲ Ὠρωπίοισ πηγὴ πλησίον τοῦ ναοῦ, ἣν Ἀμφιαράου καλοῦσιν, οὔτε θύοντεσ οὐδὲν ἐσ αὐτὴν οὔτ’ ἐπὶ καθαρσίοισ ἢ χέρνιβι χρῆσθαι νομίζοντεσ· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 34 6:1)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 34 6:1)

  • καθῆραι δέ φασιν Ὀρέστην καθαρσίοισ καὶ ἄλλοισ καὶ ὕδατι <τῷ> ἀπὸ τῆσ Ἵππου κρήνησ. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 31 14:1)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 31 14:1)

  • καὶ τὸ αὐτὸ καθαρσίοισ τε ἐξαρκεῖ τοῖσ περὶ τὸ ἱερὸν καὶ ἀνθρώποισ καὶ πίνειν καὶ λούεσθαι καὶ προσορῶσιν εὐφραίνεσθαι. (Aristides, Aelius, Orationes, 5:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 5:1)

  • μυθεύουσι δ’ οἱ μὲν ἀπὸ τοῦ τῶν τετρωμένων Κενταύρων τινὰσ ἐνταῦθ’ ἀπονίψασθαι τὸν ἐκ τῆσ Ὕδρασ ἰόν, οἱ δ’ ἀπὸ τοῦ Μελάμποδα τοῖσ ὕδασι τούτοισ καθαρσίοισ χρήσασθαι πρὸσ τὸν τῶν Προιτίδων καθαρμόν· (Strabo, Geography, Book 8, chapter 3 38:10)

    (스트라본, 지리학, Book 8, chapter 3 38:10)

유의어

  1. cleansing

  2. cleansing or purifying from

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION