Ancient Greek-English Dictionary Language

καμπύλος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καμπύλος καμπύλη καμπύλον

Structure: καμπυλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ka/mptw

Sense

  1. bent, crooked, curved

Examples

  • τὴν γὰρ ἀγαπωμένην ταύτην καὶ περιβόητον ὀργανικὴν ἤρξαντο μὲν κινεῖν οἱ περὶ Εὔδοξον καὶ Ἀρχύταν, ποικίλλοντεσ τῷ γλαφυρῷ γεωμετρίαν, καὶ λογικῆσ καὶ γραμμικῆσ ἀποδείξεωσ οὐκ εὐποροῦντα προβλήματα δι’ αἰσθητῶν καὶ ὀργανικῶν παραδειγμάτων ὑπερείδοντεσ, ὡσ τὸ περὶ δύο μέσασ ἀνὰ λόγον πρόβλημα καὶ στοιχεῖον ἐπὶ πολ λὰ τῶν γραφομένων ἀναγκαῖον εἰσ ὀργανικὰσ ἐξῆγον ἀμφότεροι κατασκευάσ, μεσογράφουσ τινὰσ ἀπὸ καμπύλων γραμμῶν καὶ τμημάτων μεθαρμόζοντεσ· (Plutarch, Marcellus, chapter 14 5:1)

Synonyms

  1. bent

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION