Ancient Greek-English Dictionary Language

στρεπτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στρεπτός στρεπτή στρεπτόν

Structure: στρεπτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: stre/fw의 분사형

Sense

  1. flexible, pliant, of chain-armour, pliant, twined, wreathed
  2. a collar of twisted or linked metal
  3. a twist or roll
  4. to be bent or turned, may be turned, a glib, pliant
  5. bent, curved

Examples

  • καὶ καταχρυσώσεισ αὐτὴν χρυσίῳ καθαρῷ, ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν χρυσώσεισ αὐτήν. καὶ ποιήσεισ αὐτῇ κυμάτια χρυσᾶ στρεπτὰ κύκλῳ. (Septuagint, Liber Exodus 25:10)
  • καὶ ποιήσεισ αὐτῇ στρεπτὰ κυμάτια χρυσᾶ κύκλῳ. καὶ ποιήσεισ αὐτῇ στεφάνην παλαιστοῦ κύκλῳ. (Septuagint, Liber Exodus 25:23)
  • καὶ ποιήσεισ στρεπτὸν κυμάτιον τῇ στεφάνῃ κύκλῳ. (Septuagint, Liber Exodus 25:24)
  • καὶ καταχρυσώσεισ αὐτὰ χρυσίῳ καθαρῷ, τὴν ἐσχάραν αὐτοῦ καὶ τοὺσ τοίχουσ αὐτοῦ κύκλῳ καὶ τὰ κέρατα αὐτοῦ, καὶ ποιήσεισ αὐτῷ στρεπτὴν στεφάνην χρυσῆν κύκλῳ. (Septuagint, Liber Exodus 30:3)
  • καὶ δύο δακτυλίουσ χρυσοῦσ καθαροὺσ ποιήσεισ ὑπὸ τὴν στρεπτὴν στεφάνην αὐτοῦ, εἰσ τὰ δύο κλίτη ποιήσεισ ἐν τοῖσ δυσὶ πλευροῖσ. καὶ ἔσονται ψαλίδεσ ταῖσ σκυτάλαισ, ὥστε αἴρειν αὐτὸ ἐν αὐταῖσ. (Septuagint, Liber Exodus 30:4)
  • ἐπὶ θάλασσαν δὲ τὴν Ψιφαίαν πορευομένοισ κότινοσ πέφυκεν ὀνομαζόμενοσ ῥᾶχοσ στρεπτόσ. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 32 14:1)

Synonyms

  1. flexible

  2. a twist or roll

  3. bent

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION