Ancient Greek-English Dictionary Language

καινοτόμος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: καινοτόμος καινοτόμον

Structure: καινοτομ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: te/mnw

Sense

  1. innovating

Examples

  • πλειόνων δὲ καινοτομου μὲν ων ὑπὸ τοῦ Λυκούργου πρῶτον ἦν καὶ μέγιστον ἡ κατάστασισ τῶν γερόντων, ἥν φησιν ὁ Πλάτων τῇ τῶν βασιλέων ἀρχῇ φλεγμαινούσῃ μιχθεῖσαν καὶ γενομένην ἰσόψηφον εἰσ τὰ μέγιστα σωτηρίαν ἅμα καὶ σωφροσύνην παρασχεῖν. (Plutarch, Lycurgus, chapter 5 6:1)

Synonyms

  1. innovating

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION