Ancient Greek-English Dictionary Language

νεωτεροποιός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: νεωτεροποιός νεωτεροποιόν

Structure: νεωτεροποι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: poie/w

Sense

  1. innovating, revolutionary

Examples

  • οἳ μέν γε νεωτεροποιοὶ καὶ ἐπινοῆσαι ὀξεῖσ καὶ ἐπιτελέσαι ἔργῳ ὃ ἂν γνῶσιν· (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 149)
  • ἔργον γὰρ μὴ νεωτεροποιοὺσ εἶναι τοὺσ τοιούτουσ. (Aristotle, Politics, Book 2 137:2)
  • Ἀντιγόνου δὲ θαυμάζειν τὴν τόλμαν, εἰ πολεμίου Ῥωμαίων υἱὸσ ὢν καὶ Ῥωμαίων δραπέτου καὶ τὸ νεωτεροποιὸσ εἶναι καὶ στασιώδησ αὐτὸσ πατρῷον ἔχων, παρὰ τῷ Ῥωμαίων ἡγεμόνι κατηγορεῖν ἐπικεχείρηκεν ἑτέρων καὶ πειρᾶται τυχεῖν ἀγαθοῦ τινοσ, δέον ἀγαπᾶν ὅτι ζῇ· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 282:1)

Synonyms

  1. innovating

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION