Ancient Greek-English Dictionary Language

καινοτόμος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: καινοτόμος καινοτόμον

Structure: καινοτομ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: te/mnw

Sense

  1. innovating

Examples

  • τὸ μὲν οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντεσ οἱ τοῦ Σωκράτουσ λόγοι καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον καὶ τὸ ζητητικόν, καλῶσ δὲ πάντα ἴσωσ χαλεπόν, ἐπεὶ καὶ τὸ νῦν εἰρημένον πλῆθοσ δεῖ μὴ λανθάνειν ὅτι χώρασ δεήσει τοῖσ τοσούτοισ Βαβυλωνίασ ἤ τινοσ ἄλλησ ἀπεράντου τὸ πλῆθοσ, ἐξ ἧσ ἀργοὶ πεντακισχίλιοι θρέψονται, καὶ περὶ τούτουσ γυναικῶν καὶ θεραπόντων ἕτεροσ ὄχλοσ πολλαπλάσιοσ. (Aristotle, Politics, Book 2 104:1)

Synonyms

  1. innovating

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION