ἰδιώτης
1군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἰδιώτης
ἰδιώτου
형태분석:
ἰδιωτ
(어간)
+
ης
(어미)
뜻
- 개인
- 민간, 사립
- 아마추어
- 아싸, 이방인, 낯선사람
- 바보, 멍청이, 걸작
- a private person, one not engaged in public affairs
- (adjectival use) private, homely
- commoner, plebeian
- uneducated person, layman, amateur
- one who is not in the know, an outsider
- an ignorant person, idiot
- one who is awkward, clumsy
- (in the plural) one's countrymen
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐχ ἱκανόν, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, τοῖσ ἐπιτρόποισ, ὅσα πράγματα διὰ τὴν ἐπιτροπείαν ἔχουσιν οὐδεὶσ ἂν εἴποι ῥήτοροσ εἶναι, ἀλλὰ παντὸσ ἰδιώτου καταστάντοσ εἰσ ἀγῶνα ἄδικον. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 93)
(디오니시오스, chapter 93)
- ἀνήγγειλαν οὖν, εἴ τισ τῶν πολιτῶν ἢ μετοίκων σῦλον ἔχει κατὰ πόλεωσ ἢ ἰδιώτου καὶ βούλεται λαβεῖν, ἀπογράψασθαι. (Aristotle, Economics, Book 2 42:2)
(아리스토텔레스, 경제학, Book 2 42:2)
- ὁμοίωσ δὲ τοῖσ ἰδιώταισ διαλέγεσθαι δοκῶν πλεῖστον ὅσον ἰδιώτου διαφέρει καὶ ἔστι ποιητὴσ κράτιστοσ λόγων, λελυμένησ ἐκ τοῦ μέτρου λέξεωσ ἰδίαν τινὰ εὑρηκὼσ ἁρμονίαν, ᾗ τὰ ὀνόματα κοσμεῖ τε καὶ ἡδύνει μηδὲν ἔχοντα ὀγκῶδεσ μηδὲ φορτικόν. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 3 4:4)
(디오니시오스, chapter 3 4:4)
- καὶ μέντοι καὶ αὐτὸσ ὁ νεανίσκοσ εὐτελείᾳ καὶ φιλοπονίᾳ, καὶ τῷ μηδὲν ἰδιώτου λαμπρότερον ἠμφιέσθαι καὶ ὡπλίσθαι σεμνυνόμενοσ ἀξιοθέατοσ ἦν καὶ ζηλωτὸσ ὑπὸ τῶν πολλῶν ἐπεὶ τοῖσ γε πλουσίοισ οὐκ ἤρεσκεν ὁ νεωτερισμὸσ αὐτοῦ, δεδιόσι μὴ κίνημα καὶ παράδειγμα τοῖσ πανταχόσε δήμοισ γένηται. (Plutarch, Agis, chapter 14 3:1)
(플루타르코스, Agis, chapter 14 3:1)
- ἀπαλλαγεὶσ γὰρ ἐκείνου τοῦ βίου γάμῳ προσέσχε, Φουλβίαν ἀγαγόμενοσ τὴν Κλωδίῳ τῷ δημαγωγῷ συνοικήσασαν, οὐ ταλασίαν οὐδὲ οἰκουρίαν φρονοῦν γύναιον, οὐδὲ ἀνδρὸσ ἰδιώτου κρατεῖν ἀξιοῦν, ἀλλ’ ἄρχοντοσ ἄρχειν καὶ στρατηγοῦντοσ στρατηγεῖν βουλόμενον, ὥστε Κλεοπάτραν διδασκάλια Φουλβίᾳ τῆσ Ἀντωνίου γυναικοκρατίασ ὀφείλειν, πάνυ χειροήθη καὶ πεπαιδαγωγημένον ἀπ’ ἀρχῆσ ἀκροᾶσθαι γυναικῶν παραλαβοῦσαν αὐτόν. (Plutarch, Antony, chapter 10 3:1)
(플루타르코스, Antony, chapter 10 3:1)