헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἰδιώτης

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἰδιώτης ἰδιώτου

형태분석: ἰδιωτ (어간) + ης (어미)

어원: i)/dios

  1. 개인
  2. 민간, 사립
  3. 아마추어
  4. 아싸, 이방인, 낯선사람
  5. 바보, 멍청이, 걸작
  1. a private person, one not engaged in public affairs
  2. (adjectival use) private, homely
  3. commoner, plebeian
  4. uneducated person, layman, amateur
  5. one who is not in the know, an outsider
  6. an ignorant person, idiot
  7. one who is awkward, clumsy
  8. (in the plural) one's countrymen

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἰδιώτης

개인이

ἰδιώτᾱ

개인들이

ἰδιῶται

개인들이

속격 ἰδιώτου

개인의

ἰδιώταιν

개인들의

ἰδιωτῶν

개인들의

여격 ἰδιώτῃ

개인에게

ἰδιώταιν

개인들에게

ἰδιώταις

개인들에게

대격 ἰδιώτην

개인을

ἰδιώτᾱ

개인들을

ἰδιώτᾱς

개인들을

호격 ἰδιῶτα

개인아

ἰδιώτᾱ

개인들아

ἰδιῶται

개인들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • β ἦσ τοὺσ πόνουσ βασιλεῖσ καὶ ἰδιῶται πρὸσ ὑγίειαν προσφέρονται. ποθεινὴ δέ ἐστι πᾶσι καὶ ἐπίδοξοσ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 6:10)

    (70인역 성경, 잠언 6:10)

  • οἱ δὲ ἰδιῶται νομίζουσι παρθένον τινὰ εἶναι τὴν ἀμειβομένην τοὺσ ᾄδοντασ ἢ βοῶντασ, ἐν μέσοισ που τοῖσ κρημνοῖσ κατοικοῦσαν καὶ λαλοῦσαν ἐκ τῶν πετρῶν ἔνδοθεν. (Lucian, De Domo, (no name) 3:4)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 3:4)

  • ἆρα μὴ οἱ ἰδιῶται αὖθισ ἐπιβεβουλεύκασί σοι ὡσ τὸ πρόσθεν, ὅτε τὸν Σωκράτην ἀπέκτειναν ὑπὸ Ἀνύτου κατηγορηθέντα, εἶτα φεύγεισ διὰ τοῦτο αὐτούσ; (Lucian, Fugitivi, (no name) 3:4)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 3:4)

  • οἱ ἰδιῶται δὲ ταῦτα ὁρῶντεσ καταπτύουσιν ἤδη φιλοσοφίασ καὶ ἅπαντασ εἶναι τοιούτουσ οἰόνται κἀμὲ τῆσ διδασκαλίασ αἰτιῶνται, ὥστε πολλοῦ ἤδη χρόνου ἀδύνατόν μοι γεγένηται κἂν ἕνα τινὰ προσαγαγέσθαι αὐτῶν, ἀλλὰ τὸ τῆσ Πηνελόπησ ἐκεῖνο πάσχω· (Lucian, Fugitivi, (no name) 21:1)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 21:1)

  • Μετὰ δέ, Κρητῶν οἱ κράτιστοι ἐνεργῶσ ἐπιτηδεύσαντεσ αὐτὸ ἄριστοι ὀρχησταὶ ἐγένοντο, οὐχ οἱ ἰδιῶται μόνον, ἀλλὰ καὶ οἱ βασιλικώτεροι καὶ πρωτεύειν ἀξιοῦντεσ. (Lucian, De saltatione, (no name) 8:3)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 8:3)

  • οἱ δὲ πεμπόμενοι, ἰδιῶταί τινεσ οἰκέται, ῥᾳδίωσ ἐξαπατηθέντεσ ἂν ἐπανῄεσαν, τὰ μὲν ἰδόντεσ, τὰ δὲ ὡσ ἰδόντεσ καὶ ἀκούσαντεσ διηγούμενοι καὶ προσεπιμετροῦντεσ ἔτι πλείω τούτων, ὡσ ἐντιμότεροι εἰε͂ν παρὰ τῷ δεσπότῃ. (Lucian, Alexander, (no name) 30:6)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 30:6)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION