- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἰατρικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: iatrikos 고전 발음: [이아리꼬] 신약 발음: [이아리꼬]

기본형: ἰατρικός

형태분석: ἰατρικ (어간) + ος (어미)

어원: ἰατρός

  1. of or for a surgeon, surgery, medicine
  2. skilled in the medical art

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἰατρικός

(이)가

ἰατρική

(이)가

ἰάτρικον

(것)가

속격 ἰατρικοῦ

(이)의

ἰατρικῆς

(이)의

ἰατρίκου

(것)의

여격 ἰατρικῷ

(이)에게

ἰατρικῇ

(이)에게

ἰατρίκῳ

(것)에게

대격 ἰατρικόν

(이)를

ἰατρικήν

(이)를

ἰάτρικον

(것)를

호격 ἰατρικέ

(이)야

ἰατρική

(이)야

ἰάτρικον

(것)야

쌍수주/대/호 ἰατρικώ

(이)들이

ἰατρικά

(이)들이

ἰατρίκω

(것)들이

속/여 ἰατρικοῖν

(이)들의

ἰατρικαῖν

(이)들의

ἰατρίκοιν

(것)들의

복수주격 ἰατρικοί

(이)들이

ἰατρικαί

(이)들이

ἰάτρικα

(것)들이

속격 ἰατρικῶν

(이)들의

ἰατρικῶν

(이)들의

ἰατρίκων

(것)들의

여격 ἰατρικοῖς

(이)들에게

ἰατρικαῖς

(이)들에게

ἰατρίκοις

(것)들에게

대격 ἰατρικούς

(이)들을

ἰατρικάς

(이)들을

ἰάτρικα

(것)들을

호격 ἰατρικοί

(이)들아

ἰατρικαί

(이)들아

ἰάτρικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦτο συχνάκις γενόμενον - οὐ γὰρ ἠμέλησαν οἱ Ἀθηναῖοι ἀκούσαντες - ἔπαυσε μηκέτι λοιμώττειν αὐτούς, εἴτε ἀτμούς τινας πονηροὺς ὁ οἰνος σβέσας τῇ ὀδμῇ, εἴτε ἄλλο τι πλέον εἰδὼς ὁ ἡρ´ως ὁ Τόξαρις, ἅτε ἰατρικὸς ὤν, συνεβούλευσεν. (Lucian, Scytha 3:2)

    (루키아노스, Scytha 3:2)

  • ὃν τρόπον ὁ ἰατρικὸς καὶ ὁ γυμναστικὸς ὡς εἰπεῖν νόμος δυνάμει τὰ καθ ἕκαστα τοῖς ὅλοις συμπεριλαμβάνει: (Plutarch, De fato, section 4 4:2)

    (플루타르코스, De fato, section 4 4:2)

  • λέγεται δὲ καὶ τὴν Ἄλκηστιν ἰατρικὸς ὢν ἀπεγνωσμένην σῶσαι τῷ Ἀδμήτῳ χαριζόμενος, ἐρῶντι μὲν αὐτῷ τῆς γυναικός, ἐρωμένου δ αὐτοῦ γενομένου: (Plutarch, Amatorius, section 17 20:1)

    (플루타르코스, Amatorius, section 17 20:1)

  • ἐπεὶ δὲ τὸ φιλεῖν τὸ κατ ἐνέργειαν τὸ φιλούμενον ὅ ἐστὶ χρῆσθαι ᾗ φιλούμενον, ὁ δὲ φίλος φιλούμενον τῷ φίλῳ ᾗ φίλος, ἀλλὰ μὴ ᾗ μουσικὸς ἢ ᾗ ἰατρικός: (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 65:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 7 65:1)

  • "ἰατρικὸς γὰρ Ἡσίοδος ὢν δῆλός ἐστιν οὐκ ἀμελῶς οὐδ ἀπείρως περὶ διαίτης καὶ κράσεως οἴνου καὶ ἀρετῆς ὕδατος καὶ λουτροῦ καὶ γυναικῶν διαλεγόμενος καὶ συνουσίας καιροῦ καὶ βρεφῶν καθίσεως. (Plutarch, Septem sapientium convivium, chapter, section 14 12:2)

    (플루타르코스, Septem sapientium convivium, chapter, section 14 12:2)

유의어

  1. skilled in the medical art

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION