헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἡμίονος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἡμίονος ἡμίονου

형태분석: ἡμιον (어간) + ος (어미)

  1. 노새, 암노새, 당나귀
  2. 야생 당나귀, 투석기
  1. mule, half ass
  2. (figuratively, ἡμίονος βασιλεύς) half-Mede, half-Persian
  3. (ἡμίονος ἀγροτέρα) wild ass, onager
  4. , 6.36

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἡμίονος

노새가

ἡμιόνω

노새들이

ἡμίονοι

노새들이

속격 ἡμιόνου

노새의

ἡμιόνοιν

노새들의

ἡμιόνων

노새들의

여격 ἡμιόνῳ

노새에게

ἡμιόνοιν

노새들에게

ἡμιόνοις

노새들에게

대격 ἡμίονον

노새를

ἡμιόνω

노새들을

ἡμιόνους

노새들을

호격 ἡμίονε

노새야

ἡμιόνω

노새들아

ἡμίονοι

노새들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἀπέστειλε κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ δέκα ὄνουσ αἴροντασ ἀπὸ πάντων τῶν ἀγαθῶν Αἰγύπτου καὶ δέκα ἡμιόνουσ αἰρούσασ ἄρτουσ τῷ πατρὶ αὐτοῦ εἰσ ὁδόν. (Septuagint, Liber Genesis 45:23)

    (70인역 성경, 창세기 45:23)

  • καὶ ἐκεῖ ἦν ἓν τῶν παιδαρίων τοῦ Σαοὺλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ συνεχόμενοσ νεεσσαρὰν ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ὄνομα αὐτῷ Δωὴκ ὁ Σύροσ νέμων τὰσ ἡμιόνουσ Σαούλ. (Septuagint, Liber I Samuelis 21:7)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 21:7)

  • καὶ ἀποκρίνεται Δωὴκ ὁ Σύροσ ὁ καθεστηκὼσ ἐπὶ τὰσ ἡμιόνουσ Σαοὺλ καὶ εἶπεν. ἑώρακα τὸν υἱὸν Ἰεσσαὶ παραγινόμενον εἰσ Νομβὰ πρὸσ Ἀβιμέλεχ υἱὸν Ἀχιτὼβ τὸν ἱερέα, (Septuagint, Liber I Samuelis 22:9)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 22:9)

  • καὶ αὐτοὶ ἔφερον ἕκαστοσ τὰ δῶρα, σκεύη χρυσᾶ καὶ ἱματισμόν, στακτὴν καὶ ἡδύσματα καὶ ἵππουσ καὶ ἡμιόνουσ τὸ κατ̓ ἐνιαυτὸν ἐνιαυτῷ. (Septuagint, Liber I Regum 10:26)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 10:26)

  • καὶ εἶπεν Ἀχαὰβ πρὸσ Ἀβδιού. δεῦρο καὶ διέλθωμεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἐπὶ πηγὰσ τῶν ὑδάτων καὶ ἐπὶ χειμάρρουσ, ἐάν πωσ εὕρωμεν βοτάνην καὶ περιποιησώμεθα ἵππουσ καὶ ἡμιόνουσ, καὶ οὐκ ἐξολοθρευθήσονται ἀπὸ τῶν σκηνῶν. (Septuagint, Liber I Regum 18:4)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 18:4)

유의어

  1. 야생 당나귀

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION