Ancient Greek-English Dictionary Language

γυναικεῖος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: γυναικεῖος γυναικεῖα γυναικεῖον

Structure: γυναικει (Stem) + ος (Ending)

Etym.: gunh/

Sense

  1. of or belonging to women, like women, befitting them, feminine, bona dea, with women
  2. womanish, effeminate
  3. the women's apartments, harem

Examples

  • ὁρῶ δὲ θιάσουσ τρεῖσ γυναικείων χορῶν, ὧν ἦρχ’ ἑνὸσ μὲν Αὐτονόη, τοῦ δευτέρου μήτηρ Ἀγαύη σή, τρίτου δ’ Ἰνὼ χοροῦ. (Euripides, episode, trochees 3:2)
  • καλεῖται δὲ καὶ ὁ τῷ Διονύσῳ παρεπόμενοσ ὄχλοσ θίασοσ, ὡσ Εὐριπίδησ φησίν ὁρῶ δὲ θιάσουσ τρεῖσ γυναικείων χορῶν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 64 1:4)
  • ἀφικόμενοσ δ’ Ἀθήνησιν ἐξ Ὀλυμπίασ δύο πίνακασ ἀνέθηκεν, Ἀγλαοφῶντοσ γραφὴν ὧν ὁ μὲν εἶχεν ’ Ὀλυμπιάδα καὶ Πυθιάδα στεφανούσασ αὐτόν, ἐν δὲ θατέρῳ Νεμέα ἦν καθημένη καὶ ἐπὶ τῶν γονάτων αὐτῆσ Ἀλκιβιάδησ, καλλίων φαινόμενοσ τῶν γυναικείων προσώπων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 47 2:2)
  • ἀλλὰ πολλὰ φαῦλα καὶ μανικὰ τῶν γυναικείων ἐρώτων. (Plutarch, Amatorius, section 2311)
  • "καὶ συζυγίασ ὀλίγασ ἔστι παιδικῶν, μυρίασ δὲ γυναικείων ἐρώτων καταριθμήσασθαι, πάσησ; (Plutarch, Amatorius, section 2418)

Synonyms

  1. womanish

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION