Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνδρόγυνος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀνδρόγυνος ἀνδρόγυνος ἀνδρόγυνον

Structure: ἀνδρογυν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)nh/r, gunh/

Sense

  1. (in masculine, substantive), hermaphrodite
  2. a man who is womanish, weak, effeminate
  3. common to men and women
  4. (in neuter, substantive, Byzantine law) matrimony

Examples

  • ὀκνηροὺσ καταβάλλει φόβοσ, ψυχαὶ δὲ ἀνδρογύνων πεινάσουσιν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 18:8)
  • δειλία κατέχει ἀνδρόγυνον, ψυχὴ δὲ ἀεργοῦ πεινάσει. (Septuagint, Liber Proverbiorum 19:13)
  • οὐκοῦν ἐλελήθει ἡμᾶσ ἀνδρόγυνοσ ὤν; (Lucian, Dialogi deorum, 3:3)
  • ἢν δέ ποτε καὶ ἐπινεύσῃ τινὶ καὶ πλούσιον ποιῇ, πολὺ τὸ ἄκριτον ἐνταῦθα, καὶ τοὺσ ἀγαθοὺσ ἐνίοτε καὶ συνετοὺσ ἀφεὶσ ὁ δὲ παμπονήροισ τε καὶ ἀνοήτοισ ἀνδράσι περιχεῖ τὸν πλοῦτον, μαστιγίαισ ἢ ἀνδρογύνοισ τοῖσ πλείστοισ αὐτῶν. (Lucian, Saturnalia, 3:3)
  • Οὐκοῦν ἀλλὰ προσπτύσομαί γε πάντωσ ἀνδρογύνῳ γε ὄντι. (Lucian, Dialogi mortuorum, 5:6)
  • ὁμολόγησον ἀνδρόγυνοσ εἶναι καὶ μὴ ἐλεύθεροσ ἐναντίον τούτων. (Aeschines, Speeches, , section 1273)
  • ἔπειτα ποιοῦσι παραπλήσιον ὥσπερ ἂν εἴ τισ ἀνδρόγυνοσ ἢ εὐνοῦχοσ μὴ τὴν ἀσθένειαν τοῦ σώματοσ μηδὲ τὴν τύχην αἰτιῷτο, προνοίᾳ δὲ φάσκοι γενέσθαι τοιοῦτοσ. (Aristides, Aelius, Orationes, 12:10)

Synonyms

  1. a man who is womanish

  2. common to men and women

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION