Ancient Greek-English Dictionary Language

γυναικεῖος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: γυναικεῖος γυναικεῖα γυναικεῖον

Structure: γυναικει (Stem) + ος (Ending)

Etym.: gunh/

Sense

  1. of or belonging to women, like women, befitting them, feminine, bona dea, with women
  2. womanish, effeminate
  3. the women's apartments, harem

Examples

  • "εἰ δὲ δεῖ καὶ γυναικείου γάμου, κατὰ τὰ Πλάτωνι δοκοῦντα κοινὰσ εἶναι ἐχρῆν ^ τὰσ γυναῖκασ, ὡσ ἔξω ζήλου εἰήμεν. (Lucian, Symposium, (no name) 39:5)
  • ὀχήματοσ, κόσμου γυναικείου, σκευῶν τῶν περὶ δίαιταν, ὧν ἑκάστου τὸ τίμημα δραχμὰσ χιλίασ καὶ πεντακοσίασ ὑπερέβαλλεν, ἀποτιμᾶσθαι τὴν ἀξίαν εἰσ τὸ δεκαπλάσιον, βουλόμενοσ ἀπὸ μειζόνων τιμημάτων αὐτοῖσ μείζονασ καὶ τὰσ εἰσφορὰσ εἶναι, καὶ προσετίμησε τρεῖσ χαλκοῦσ πρὸσ τοῖσ χιλίοισ, ὅπωσ βαρυνόμενοι ταῖσ ἐπιβολαῖσ καὶ Τοὺσ εὐσταλεῖσ καὶ λιτοὺσ ὁρῶντεσ ἀπὸ τῶν ἴσων ἐλάττονα τελοῦντασ εἰσ τὸ δημόσιον ἀπαγορεύωσιν. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 18 2:1)
  • εἰσ γάμουσ τοῦ γυναικείου γένουσ κατηγορεῖν. (Theophrastus, Characters, 7:1)
  • ὅθεν πολὺ κάκιον καὶ δυστυχέστερον γένοσ ἐγένετο, ἀσθενέστερον τοῦ γυναικείου καὶ θηλύτερον. (Dio, Chrysostom, Orationes, speech 60 64:2)
  • κραυγῆσ δὲ καὶ θρήνου καὶ τυπετοῦ γυναικείου τὴν οἰκίαν ὅλην κατασχόντοσ ὁ μὲν πατὴρ περιχυθεὶσ τῷ σώματι περιέβαλλε καὶ ἀνεκαλεῖτο καὶ ὡσ ἀνοίσουσαν ἐκ τοῦ τραύματοσ ἐτημελεῖτο, ἡ δ’ ἐν ταῖσ ἀγκάλαισ αὐτοῦ σπαίρουσα καὶ ψυχορραγοῦσα ἀποθνήσκει. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 67 3:1)

Synonyms

  1. womanish

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION