Ancient Greek-English Dictionary Language

γυναικεῖος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: γυναικεῖος γυναικεῖα γυναικεῖον

Structure: γυναικει (Stem) + ος (Ending)

Etym.: gunh/

Sense

  1. of or belonging to women, like women, befitting them, feminine, bona dea, with women
  2. womanish, effeminate
  3. the women's apartments, harem

Examples

  • πότερ’ οὖν τὸν Ἑρμῆν, ὡσ ὁ πατὴρ ἀπώλετο αὐτοῦ βιαίωσ ἐκ γυναικείασ χερὸσ δόλοισ λαθραίοισ, ταῦτ’ ἐποπτεύειν ἔφη; (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene26)
  • τὸ δὲ τῆσ Γυναικείασ Τύχησ κατεσκευάσαντο πρὸ Καμίλλου ὅτε Μάρκιον Κοριόλανον ἐπάγοντα τῇ πόλει Οὐολούσκουσ ἀπεστρέψαντο διὰ τῶν γυναικῶν. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 5 2:2)
  • τὸ δὲ τῆσ γυναικείασ Τύχησ κατεσκευάσαντο, ὅτε Μάρκιον Κοριολᾶνον ἐπάγοντα τῇ πόλει Οὐολούσκουσ ἀπετρέψαντο διὰ τῶν γυναικῶν. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 5 6:2)
  • πικράν γε καὶ μεστὴν γυναικείασ χολῆσ, ἡ τῶν γὰρ ἀνδρῶν ἐστι πρὸσ ἐκείνην μέλι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 7 1:2)
  • ἐπελέληστο γὰρ ἐκ Σούσων, ὡσ ἐοίκεν, ἄγειν γυναῖκασ, εἰ γυναικείασ ἐδέοντο παραπομπῆσ οἱ παῖδεσ. (Plutarch, De Herodoti malignitate, section 38 4:1)

Synonyms

  1. womanish

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION