Ancient Greek-English Dictionary Language

γόνιμος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: γόνιμος γόνιμη γόνιμον

Structure: γονιμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: gonh/

Sense

  1. productive, fruitful, parent's
  2. genuine

Examples

  • κη Ὅτι, εἴ τισ ὁρῴη τὴν μῖξιν τῶν κυνῶν, οὐκ ἐπιτελεῖται γόνιμοσ. (Arrian, Cynegeticus, chapter pr30)
  • "πῦρ μὲν γὰρ οὐδέτερόν ἐστιν ὥσπερ οἰόνταί τινεσ, αὐγὴ καὶ θερμότησ γλυκεῖα καὶ γόνιμοσ, καὶ ἡ μὲν ἀπ’ ἐκείνου φερομένη σώματι παρέχει τροφὴν καὶ φῶσ καὶ αὔξησιν, ἡ δ’ ἀπὸ τούτου ψυχαῖσ. (Plutarch, Amatorius, section 19 3:2)
  • ὅσον γῆ μέροσ ἀναλαμβάνουσα καὶ δεχομένη γίγνεται γόνιμοσ ὑπ’ αὐτοῦ. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 32 3:1)
  • γόνιμοσ γάρ ἐστι καὶ κρατεῖ τοῦ ἀρτίου συντιθέμενοσ, καὶ διαιρουμένων εἰσ τὰσ μονάδασ ὁ μὲν ἄρτιοσ καθάπερ τὸ θῆλυ χώραν μεταξὺ κενὴν ἐνδίδωσι, τοῦ δὲ περιττοῦ μόριον ἀεί τι πλῆρεσ ὑπολείπεται· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 102 2:2)
  • γόνιμοσ γάρ ἐστι καὶ κρατεῖ τοῦ ἀρτίου συντιθέμενοσ. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 102 4:1)

Synonyms

  1. genuine

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION