Ancient Greek-English Dictionary Language

διχότομος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: διχότομος διχότομος διχότομον

Structure: διχοτομ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: te/mnw

Sense

  1. cut in half, equally divided

Examples

  • "ἀπείρηκα γὰρ ἤδη, Μένιππε, πολλὰ καὶ δεινὰ παρὰ τῶν φιλοσόφων ἀκούουσα, οἷσ οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἔργον ἢ τἀμὰ πολυπραγμονεῖν, τίσ εἰμι καὶ πηλίκη, καὶ δι’ ἥντινα αἰτίαν διχότομοσ ἢ ἀμφίκυρτοσ ηἰηνομαι. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 20:5)
  • αἱ δὲ πρὸσ ἥλιον σχέσεισ αὐτῆσ ἐν τριγώνοισ καὶ τετραγώνοισ ἀποστήμασι διχοτόμουσ καὶ ἀμφικύρτουσ σχηματισμοὺσ λαμβάνουσιν ἓξ δὲ ζῴδια διελθοῦσα τὴν πανσέληνον ὥσπερ τινὰ συμφωνίαν ἐν ἑξατόνῳ διὰ πασῶν ἀποδίδωσι. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 31 11:1)
  • οὐ γὰρ ἔστιν ἐκκλίσεισ οὐδ’ ἀποστροφὰσ αὐτῆσ, ὥσπερ ὅταν ᾖ διχότομοσ καὶ ἀμφίκυρτοσ ἢ μηνοειδήσ, αἰτιᾶσθαι περὶ τὴν σύνοδον ἀλλὰ κατὰ στάθμην, φησὶ Δημόκριτοσ, ἱσταμένη τοῦ φωτίζοντοσ ὑπολαμβάνει καὶ δέχεται τὸν ἥλιον· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 16 2:15)
  • "ἢ τὸ πρὸσ τὴν διχότομον ἀπορούμενον; (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 17 2:1)
  • "ἔχει γάρ τινα λόγον τό, πάσησ ἐν ἴσαισ γωνίαισ γιγνομένησ ἀνακλάσεωσ, ὅταν ἡ σελήνη διχότομοσ οὖσα μεσουρανῇ, μὴ φέρεσθαι τὸ φῶσ ἐπὶ γῆσ ἀπ’ αὐτῆσ ἀλλ’ ὀλισθάνειν ἐπέκεινα τῆσ γῆσ· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 17 2:3)

Synonyms

  1. cut in half

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION