헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γογγύλος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γογγύλος γογγύλη γογγύλον

형태분석: γογγυλ (어간) + ος (어미)

어원: = stroggu/los

  1. 둥근, 윤형
  1. round

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 γογγύλος

둥근 (이)가

γογγύ́λη

둥근 (이)가

γογγύλον

둥근 (것)가

속격 γογγύλου

둥근 (이)의

γογγύ́λης

둥근 (이)의

γογγύλου

둥근 (것)의

여격 γογγύλῳ

둥근 (이)에게

γογγύ́λῃ

둥근 (이)에게

γογγύλῳ

둥근 (것)에게

대격 γογγύλον

둥근 (이)를

γογγύ́λην

둥근 (이)를

γογγύλον

둥근 (것)를

호격 γογγύλε

둥근 (이)야

γογγύ́λη

둥근 (이)야

γογγύλον

둥근 (것)야

쌍수주/대/호 γογγύλω

둥근 (이)들이

γογγύ́λᾱ

둥근 (이)들이

γογγύλω

둥근 (것)들이

속/여 γογγύλοιν

둥근 (이)들의

γογγύ́λαιν

둥근 (이)들의

γογγύλοιν

둥근 (것)들의

복수주격 γογγύλοι

둥근 (이)들이

γογγύ́λαι

둥근 (이)들이

γογγύλα

둥근 (것)들이

속격 γογγύλων

둥근 (이)들의

γογγύλῶν

둥근 (이)들의

γογγύλων

둥근 (것)들의

여격 γογγύλοις

둥근 (이)들에게

γογγύ́λαις

둥근 (이)들에게

γογγύλοις

둥근 (것)들에게

대격 γογγύλους

둥근 (이)들을

γογγύ́λᾱς

둥근 (이)들을

γογγύλα

둥근 (것)들을

호격 γογγύλοι

둥근 (이)들아

γογγύ́λαι

둥근 (이)들아

γογγύλα

둥근 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν τούτῳ δὲ καιροῦ παρόντοσ τοῦ κινδύνου ἀφικνεῖται Γογγύλοσ ἐκ Κορίνθου μιᾷ τριήρει· (Plutarch, , chapter 19 1:1)

    (플루타르코스, , chapter 19 1:1)

  • ἐπεὶ δὲ ἑώρα Γογγύλοσ ὀλίγουσ μὲν τοὺσ Ἕλληνασ, πολλοὺσ δὲ τοὺσ ἐπικειμένουσ, ἐξέρχεται καὶ αὐτὸσ βίᾳ τῆσ μητρὸσ ἔχων τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν, βουλόμενοσ μετασχεῖν τοῦ ἔργου· (Xenophon, Anabasis, , chapter 8 22:1)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 8 22:1)

  • προσεχώρησαν δὲ αὐτῷ καὶ Γοργίων καὶ Γογγύλοσ, ἀδελφοὶ ὄντεσ, ἔχοντεσ ὁ μὲν Γάμβριον καὶ Παλαιγάμβριον, ὁ δὲ Μύριναν καὶ Γρύνειον· (Xenophon, Hellenica, , chapter 1 8:3)

    (크세노폰, Hellenica, , chapter 1 8:3)

유의어

  1. 둥근

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION