- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στρογγύλος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: strongylos 고전 발음: [롱귈로] 신약 발음: [롱귈로]

기본형: στρογγύλος

형태분석: στρογγυλ (어간) + ος (어미)

어원: στράγγω

  1. 둥근, 구면의, 구형의
  2. 간결한, 깔끔한, 산뜻한, 희석하지 않은, 순수한
  1. spherical, round
  2. (of words, expressions) well-rounded, neat, pithy, terse

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 στρογγύλος

둥근 (이)가

στρογγύλη

둥근 (이)가

στρόγγυλον

둥근 (것)가

속격 στρογγύλου

둥근 (이)의

στρογγύλης

둥근 (이)의

στρογγύλου

둥근 (것)의

여격 στρογγύλῳ

둥근 (이)에게

στρογγύλῃ

둥근 (이)에게

στρογγύλῳ

둥근 (것)에게

대격 στρογγύλον

둥근 (이)를

στρογγύλην

둥근 (이)를

στρόγγυλον

둥근 (것)를

호격 στρογγύλε

둥근 (이)야

στρογγύλη

둥근 (이)야

στρόγγυλον

둥근 (것)야

쌍수주/대/호 στρογγύλω

둥근 (이)들이

στρογγύλα

둥근 (이)들이

στρογγύλω

둥근 (것)들이

속/여 στρογγύλοιν

둥근 (이)들의

στρογγύλαιν

둥근 (이)들의

στρογγύλοιν

둥근 (것)들의

복수주격 στρογγύλοι

둥근 (이)들이

στρογγύλαι

둥근 (이)들이

στρόγγυλα

둥근 (것)들이

속격 στρογγύλων

둥근 (이)들의

στρογγυλῶν

둥근 (이)들의

στρογγύλων

둥근 (것)들의

여격 στρογγύλοις

둥근 (이)들에게

στρογγύλαις

둥근 (이)들에게

στρογγύλοις

둥근 (것)들에게

대격 στρογγύλους

둥근 (이)들을

στρογγύλας

둥근 (이)들을

στρόγγυλα

둥근 (것)들을

호격 στρογγύλοι

둥근 (이)들아

στρογγύλαι

둥근 (이)들아

στρόγγυλα

둥근 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐστὶ δὲ στρογγύλος, ἀλλ οὐ πλατὺς ὢν κατὰ τὸ μέγεθος ἴσος ἐστὶ τοῖς παραιγιαλίταις κεστρινίσκοις οὗτοι δ εἰσὶν ὀκταδάκτυλοι μάλιστα τὸ μῆκος, τὸ δὲ σύνολον ὁμοιότατός ἐστι τῷ καλουμένῳ τράγῳ ἰχθυδίῳ πλὴν τοῦ ὑπὸ τὸν στόμαχον μέλανος, ὃ καλοῦσι τοῦ τράγου πώγωνα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 5 1:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 5 1:3)

  • "οἱ γάρ, εἰδώλου προσπίπτοντος ἡμῖν περιφεροῦς ἑτέρου δὲ κεκλασμένου, τὴν μὲν αἴσθησιν ἀληθῶς τυποῦσθαι λέγοντες, προσαποφαίνεσθαι δ οὐκ ἐῶντες ὅτι στρογγύλος ὁ πύργος ἐστὶν ἡ δὲ κώπη κέκλασται, τὰ πάθη τὰ αὑτῶν καὶ τὰ φαντάσματα βεβαιοῦσι τὰ δ ἐκτὸς οὕτως ἔχειν ὁμολογεῖν οὐκ ἐθέλουσιν ἀλλ ὡς ἐκείνοις τὸ ἱπποῦσθαι καὶ τὸ τοιχοῦσθαι λεκτέον οὐχ ἵππον οὐδὲ τοῖχον, οὕτως ἄρα τὸ στρογγυλοῦσθαι καὶ τὸ σκαληνοῦσθαι τὴν ὄψιν, οὐ σκαληνὸν οὐδὲ στρογγύλον ἀνάγκη τὴν κώπην καὶ τὸν πύργον λέγειν: (Plutarch, Adversus Colotem, section 253)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 253)

  • Περὶ οὖ οὖν ὁ λόγος ἐστὶ, στρογγύλος ἁρμόζει ὁ μοχλὸς εἶναι‧ τῷ μέντοι ἔξω ἐκπεπτωκότι ἄρθρῳ πλατὺς ἁρμόσει εἶναι. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 72.6)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 72.6)

  • ἔστι γὰρ αὕτη ἡ ἀπορία ἡ αὐτὴ κἂν εἰ ὁ ὁρ´ος εἰή ἱματίου στρογγύλος χαλκός: (Aristotle, Metaphysics, Book 8 75:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 8 75:1)

  • εἰς ἄπειρον οὖν εἶσιν, εἰ μὴ μόνον ὁ χαλκὸς γίγνεται στρογγύλος ἀλλὰ καὶ τὸ στρογγύλον ἢ ὁ χαλκός: (Aristotle, Metaphysics, Book 12 20:4)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 12 20:4)

유의어

  1. 둥근

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION