Ancient Greek-English Dictionary Language

γίνομαι

Non-contract Verb; 이상동사 이형 Transliteration:

Principal Part: γίνομαι

Structure: γίν (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. Alternative spelling of γίγνομαι ‎(gígnomai)

Examples

  • ἡσθέντεσ δὲ τῇ ὀσμῇ καὶ χρηστὰ ἐκ μακρῶν πόνων ἐλπίσαντεσ κατ’ ὀλίγον ἤδη πλησίον τῆσ νήσου ἐγινόμεθα. (Lucian, Verae Historiae, book 2 5:3)
  • ἀπορρήτουσ ποιησάμενοι συνθήκασ πρὸσ τοὺσ κοινοὺσ πολεμίουσ, ὡσ ἐν τῷ ἀγῶνι συνεπιθησόμενοι ἡμῖν μετ’ αὐτῶν, ἐπειδὴ πλησίον ἀλλήλων ἐγινόμεθα καταλιπόντεσ τὴν τάξιν ἐφ’ ἣν ἐτάχθησαν ᾤχοντο πρὸσ τὰ πλησίον ὄρη δρόμῳ προκαταλαβέσθαι σπεύδοντεσ τὰ ὀχυρά. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 28 10:2)

Related

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION