Ancient Greek-English Dictionary Language

φθονερός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φθονερός φθονερή φθονερόν

Structure: φθονερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fqo/nos

Sense

  1. envious, jealous, grudging, enviously

Examples

  • ἔνθεν δὴ στοματουργὸσ ἐπῶν βασανίστρια λίσφη γλῶσσ’ ἀνελισσομένη φθονεροὺσ κινοῦσα χαλινοὺσ ῥήματα δαιομένη καταλεπτολογήσει πλευμόνων πολὺν πόνον. (Aristophanes, Frogs, Choral, strophe 41)
  • εἰσ φθονερούσ μακροτέρῳ σταυρῷ σταυρούμενον ἄλλον ἑαυτοῦ ὁ φθονερὸσ Διοφῶν ἐγγὺσ ἰδὼν ἐτάκη. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 1921)
  • τρία γὰρ τὰ μέγιστ’ ὀνείδη κτᾶται, φθονεροὺσ ἀπίστουσ ἀχαρίστουσ εἶναι δοκεῖν. (Demosthenes, Speeches 11-20, 14:5)
  • φέρε δή, δἰ ἄλλο τί φησι τούτουσ Ἡσίοδοσ εἶναι φθονεροὺσ καὶ δυσκόλωσ ἀλλήλοισ ἔχειν ἢ διότι ἧττον ἂν ἐργάζοιτο ἐκ τοῦ πράγματοσ ἕκαστοσ, ὅτου ἂν τύχῃ πράττων, πολλῶν ὄντων ὁμοίων; (Dio, Chrysostom, Orationes, speech 60 5:10)
  • οὗτόσ ἐστιν ὁ ταραχάσ, θορύβουσ, ἀτυχίασ, ὁ δυστυχίασ ἐπιφέρων, ὁ πένθη, οἰμωγάσ, φθόνουσ, ὁ φθονερούσ, ὁ ζηλοτύπουσ ποιῶν, δι’ ὧν οὐδ’ ἀκοῦσαι λόγου δυνάμεθα. (Epictetus, Works, book 3, 3:3)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION