- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φιλοχρήματος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: philochrēmatos 고전 발음: [필로레:마또] 신약 발음: [필로레마또]

기본형: φιλοχρήματος φιλοχρήματον

형태분석: φιλοχρηματ (어간) + ος (어미)

어원: χρῆμα

  1. loving money, fond of money

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 φιλοχρήματος

(이)가

φιλοχρήματον

(것)가

속격 φιλοχρημάτου

(이)의

φιλοχρημάτου

(것)의

여격 φιλοχρημάτῳ

(이)에게

φιλοχρημάτῳ

(것)에게

대격 φιλοχρήματον

(이)를

φιλοχρήματον

(것)를

호격 φιλοχρήματε

(이)야

φιλοχρήματον

(것)야

쌍수주/대/호 φιλοχρημάτω

(이)들이

φιλοχρημάτω

(것)들이

속/여 φιλοχρημάτοιν

(이)들의

φιλοχρημάτοιν

(것)들의

복수주격 φιλοχρήματοι

(이)들이

φιλοχρήματα

(것)들이

속격 φιλοχρημάτων

(이)들의

φιλοχρημάτων

(것)들의

여격 φιλοχρημάτοις

(이)들에게

φιλοχρημάτοις

(것)들에게

대격 φιλοχρημάτους

(이)들을

φιλοχρήματα

(것)들을

호격 φιλοχρήματοι

(이)들아

φιλοχρήματα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἦν δὲ Λύσανδρος μὲν ἐν δόξῃ μάλιστα τῶν πολιτῶν, Μανδροκλείδας δὲ δεινότατος Ἑλλήνων πράγματα συσκευάσασθαι καὶ τὸ συνετὸν τοῦτο καὶ δολερὸν τόλμῃ μεμιγμένον ἔχων Ἀγησίλαον δὲ θεῖον ὄντα τοῦ βασιλέως καὶ δυνατὸν εἰπεῖν, ἄλλως δὲ μαλακὸν καὶ φιλοχρήματον, ἐμφανῶς μὲν ὁ υἱὸς Ἱππομέδων ἐκίνει καὶ παρεθάρρυνεν, εὐδόκιμος ἐν πολλοῖς πολέμοις ἀνὴρ καὶ μέγα δι εὔνοιαν τῶν νέων δυνάμενος: (Plutarch, Agis, chapter 6 3:1)

    (플루타르코스, Agis, chapter 6 3:1)

  • οὔτε γὰρ φιλόλογος πατὴρ οὕτως οὔτε φιλότιμος οὔτε φιλοχρήματος γέγονεν ὡς φιλότεκνος: (Plutarch, De fraterno amore, section 5 2:1)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 5 2:1)

  • οὔτε γὰρ φιλόλογος πατὴρ οὕτως οὔτε φιλότιμος οὔτε φιλοχρήματος γέγονεν ὡς φιλότεκνος: (Plutarch, De fraterno amore, section 5 5:1)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 5 5:1)

  • "σὺ δὲ φιλοχρήματος καίπερ ἱκανὰ κεκτημένος. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 142)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 142)

  • "σὺ δὲ φιλοχρήματος· (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 14 1:1)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 14 1:1)

  • ὁ αὐτὸς δέ που οὗτος τυγχάνει ὢν καὶ φιλοχρήματος καὶ φιλότιμος, ἤτοι τὰ ἕτερα τούτων ἢ ἀμφότερα. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 151:1)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 151:1)

유의어

  1. loving money

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION