- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φάρυγξ?

3군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: pharynx 고전 발음: [파륑] 신약 발음: [파륑]

기본형: φάρυγξ φάρυγος

형태분석: φαρυγ (어간) + ς (어미)

  1. 기관, 숨구멍
  2. 목, 목구멍
  3. 식도
  4. 목, 목구멍
  5. 처진 살
  1. windpipe
  2. throat
  3. esophagus
  4. pharynx
  5. neck
  6. dewlap

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 φάρυγξ

기관이

φάρυγε

기관들이

φάρυγες

기관들이

속격 φάρυγος

기관의

φαρύγοιν

기관들의

φαρύγων

기관들의

여격 φάρυγι

기관에게

φαρύγοιν

기관들에게

φάρυξι(ν)

기관들에게

대격 φάρυγα

기관을

φάρυγε

기관들을

φάρυγας

기관들을

호격 φάρυξ

기관아

φάρυγε

기관들아

φάρυγες

기관들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • θλῖβε δρακοντείους περιμήκεας ὄβριμε δειρὰς Ἥρακλες, δακέτων ἄγχε βαθεῖς φάρυγας. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 901)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 901)

  • οὗτος ἐμοὶ τέθνηκε περὶ μνῆστιν δὲ παρέρπω νεκρόν, ἐς ἀλλοτρίους φειδόμενον φάρυγας: (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 409 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 409 1:1)

  • ἀρρωστίᾳ δὲ χρησαμένου τοῦ Δεινάρχου συχνὰς ἡμέρας ἐν Ἐλατείᾳ διέτριψαν, ἐν αἷς Ἁγνωνίδου πείσαντος, Ἀρχεστράτου δὲ τὸ ψήφισμα γράψαντος, ἔπεμπε πρεσβείαν ὁ δῆμος κατηγο σου σαν τὸν Φωκίωνος, ἅμα δὲ καὶ συνέμιξαν ἀμφότεροι τῷ Πολυσπέρχοντι μετὰ τοῦ βασιλέως πορευομένῳ περὶ κώμην τινὰ τῆς Φωκίδος, Φαρύγας, κειμένην ὑπὸ τὸ Ἀκρούριον ὄρος, ὃ νῦν Γαλάτην καλοῦσιν. (Plutarch, chapter 33 4:1)

    (플루타르코스, chapter 33 4:1)

유의어

  1. 기관

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION