- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φαρμακεία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: pharmakeia 고전 발음: [마께] 신약 발음: [마끼아]

기본형: φαρμακεία φαρμακείας

형태분석: φαρμακει (어간) + α (어미)

  1. 약국, 약학
  2. 마법, 요술, 마술
  1. pharmacy; the use of drugs or medicines
  2. sorcery, witchcraft

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 φαρμακεία

약국이

φαρμακεία

약국들이

φαρμακεῖαι

약국들이

속격 φαρμακείας

약국의

φαρμακείαιν

약국들의

φαρμακειῶν

약국들의

여격 φαρμακείᾳ

약국에게

φαρμακείαιν

약국들에게

φαρμακείαις

약국들에게

대격 φαρμακεῖαν

약국을

φαρμακεία

약국들을

φαρμακείας

약국들을

호격 φαρμακεῖα

약국아

φαρμακεία

약국들아

φαρμακεῖαι

약국들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πάντα γὰρ ἀπιστοῦντες διὰ τὰς φαρμακείας ἐπὶ τῷ τῶν πρωτοτόκων ὀλέθρῳ, ὡμολόγησαν Θεοῦ υἱὸν λαὸν εἶναι. (Septuagint, Liber Sapientiae 18:13)

    (70인역 성경, 지혜서 18:13)

  • δοκῶ γάρ μοι καὶ τῆς τοιαύτης δόξης αὐτῶν, ἣν ἔχουσι περὶ ἡμῶν, κατανενοηκέναι τὴν αἰτίαν, πολλοὶ γὰρ εἰς τὰς οἰκίας παρελθόντες ὑπὲρ τοῦ μηδὲν ἄλλο χρήσιμον εἰδέναι μαντείας ^ καὶ φαρμακείας ὑπέσχοντο καὶ χάριτας ἐπὶ τοῖς ἐρωτικοῖς καὶ ἐπαγωγὰς τοῖς ἐχθροῖς, καὶ ταῦτα πεπαιδεῦσθαι λέγοντες καὶ τρίβωνας ἀμπεχόμενοι καὶ πώγωνας οὐκ εὐκαταφρονήτους καθειμένοι. (Lucian, De mercede, (no name) 40:5)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 40:5)

  • ἔτι γε μὴν τῶν ἰατρῶν ἀκούομεν, ὡς πᾶσα γῆ τῷ γένει στύφειν καὶ ψύχειν πέφυκε καὶ πολλὰ τῶν μεταλλευομένων καταριθμοῦσι στυπτικὴν αὐτοῖς παρέχοντα καὶ σχετικὴν εἰς τὰς φαρμακείας δύναμιν: (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 211)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 211)

  • ἔνιοι δὲ καὶ σφαγὰς ὑφορώμενοι καὶ φαρμακείας, διετράπησαν. (Plutarch, De vitioso pudore, section 4 2:1)

    (플루타르코스, De vitioso pudore, section 4 2:1)

  • αἱ δὲ περὶ τὴν κάτω κοιλίαν ἐκταράξεις διὰ φαρμακείας φθείρουσαι καὶ τήκουσαι τὰ ὑποκείμενα πλείονα ποιοῦσι περίττωσιν ἢ ἐξάγουσιν. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 22 6:1)

    (플루타르코스, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 22 6:1)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION