헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φάντασμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φάντασμα φαντάσματος

형태분석: φαντασματ (어간)

어원: fanta/zw

  1. 유령, 허깨비, 환영, 귀신
  2. 꿈, 환상, 전망
  1. phantom, apparition, ghost
  2. vision, dream
  3. (in the plural) phenomena
  4. fantasy (= φαντασία ‎(phantasía))

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 φάντασμα

유령이

φαντάσματε

유령들이

φαντάσματα

유령들이

속격 φαντάσματος

유령의

φαντασμάτοιν

유령들의

φαντασμάτων

유령들의

여격 φαντάσματι

유령에게

φαντασμάτοιν

유령들에게

φαντάσμασιν*

유령들에게

대격 φάντασμα

유령을

φαντάσματε

유령들을

φαντάσματα

유령들을

호격 φάντασμα

유령아

φαντάσματε

유령들아

φαντάσματα

유령들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "οἱ γάρ, εἰδώλου προσπίπτοντοσ ἡμῖν περιφεροῦσ ἑτέρου δὲ κεκλασμένου, τὴν μὲν αἴσθησιν ἀληθῶσ τυποῦσθαι λέγοντεσ, προσαποφαίνεσθαι δ’ οὐκ ἐῶντεσ ὅτι στρογγύλοσ ὁ πύργοσ ἐστὶν ἡ δὲ κώπη κέκλασται, τὰ πάθη τὰ αὑτῶν καὶ τὰ φαντάσματα βεβαιοῦσι τὰ δ’ ἐκτὸσ οὕτωσ ἔχειν ὁμολογεῖν οὐκ ἐθέλουσιν ἀλλ’ ὡσ ἐκείνοισ τὸ ἱπποῦσθαι καὶ τὸ τοιχοῦσθαι λεκτέον οὐχ ἵππον οὐδὲ τοῖχον, οὕτωσ ἄρα τὸ στρογγυλοῦσθαι καὶ τὸ σκαληνοῦσθαι τὴν ὄψιν, οὐ σκαληνὸν οὐδὲ στρογγύλον ἀνάγκη τὴν κώπην καὶ τὸν πύργον λέγειν· (Plutarch, Adversus Colotem, section 253)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 253)

  • ἐστι τῆσ ψυχῆσ τοῦ παθητικοῦ τὴν ἄσκησιν ἐπιλαβομένην οἱο͂ν ἐκλεαίνειν καὶ συσχηματίζειν τὰ φαντάσματα καὶ τὰ κινήματα μέχρι τῶν ὕπνων πιέζουσαν; (Plutarch, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 12 8:1)

    (플루타르코스, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 12 8:1)

  • διόπερ τοῖσ ἀλόγοισ ζῴοισ οὐ προσπίπτει φαντάσματα· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 4, 5:4)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 4, 5:4)

  • ὅσα δὲ καὶ τοῖσ θεοῖσ καὶ ἡμῖν γε ταῦτα φαντάσματα μόνον ἐστίν ὅσα δ’ ἡμῖν, ταῦτα καὶ φαντάσματα κατὰ γένοσ καὶ ἐννοήματα κατ’ εἶδοσ· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 4, 6:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 4, 6:1)

유의어

  1. 유령

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION