헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐρῆμος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐρῆμος ἐρήμη ἐρῆμον

형태분석: ἐρημ (어간) + ος (어미)

  1. 외로운, 고독한, 외톨이의, 혼자의, 인적없는
  1. lonely, lonesome, solitary, (of places)
  2. (of persons or animals)
  3. (of conditions)

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἐρῆμος

외로운 (이)가

ἐρήμη

외로운 (이)가

ἐρῆμον

외로운 (것)가

속격 ἐρήμου

외로운 (이)의

ἐρήμης

외로운 (이)의

ἐρήμου

외로운 (것)의

여격 ἐρήμῳ

외로운 (이)에게

ἐρήμῃ

외로운 (이)에게

ἐρήμῳ

외로운 (것)에게

대격 ἐρῆμον

외로운 (이)를

ἐρήμην

외로운 (이)를

ἐρῆμον

외로운 (것)를

호격 ἐρῆμε

외로운 (이)야

ἐρήμη

외로운 (이)야

ἐρῆμον

외로운 (것)야

쌍수주/대/호 ἐρήμω

외로운 (이)들이

ἐρήμᾱ

외로운 (이)들이

ἐρήμω

외로운 (것)들이

속/여 ἐρήμοιν

외로운 (이)들의

ἐρήμαιν

외로운 (이)들의

ἐρήμοιν

외로운 (것)들의

복수주격 ἐρῆμοι

외로운 (이)들이

ἐρῆμαι

외로운 (이)들이

ἐρῆμα

외로운 (것)들이

속격 ἐρήμων

외로운 (이)들의

ἐρημῶν

외로운 (이)들의

ἐρήμων

외로운 (것)들의

여격 ἐρήμοις

외로운 (이)들에게

ἐρήμαις

외로운 (이)들에게

ἐρήμοις

외로운 (것)들에게

대격 ἐρήμους

외로운 (이)들을

ἐρήμᾱς

외로운 (이)들을

ἐρῆμα

외로운 (것)들을

호격 ἐρῆμοι

외로운 (이)들아

ἐρῆμαι

외로운 (이)들아

ἐρῆμα

외로운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ θήσω τὰσ πόλεισ ὑμῶν ἐρήμουσ καὶ ἐξερημώσω τὰ ἅγια ὑμῶν, καὶ οὐ μὴ ὀσφρανθῶ τῆσ ὀσμῆσ τῶν θυσιῶν ὑμῶν. (Septuagint, Liber Leviticus 26:31)

    (70인역 성경, 레위기 26:31)

  • ξ διὰ γὰρ τῶν τρόπων τούτων ᾠήθη λαβὼν ἡμᾶσ ἐρήμουσ, τὴν τῶν Περσῶν ἐπικράτησιν εἰσ τοὺσ Μακεδόνασ μετάξαι. (Septuagint, Liber Esther 8:26)

    (70인역 성경, 에스테르기 8:26)

  • αὐλισθείη δὲ πόλεισ ἐρήμουσ, εἰσέλθοι δὲ εἰσ οἴκουσ ἀοικήτουσ. ἃ δὲ ἐκεῖνοι ἡτοίμασαν, ἄλλοι ἀποίσονται. (Septuagint, Liber Iob 15:28)

    (70인역 성경, 욥기 15:28)

  • ἀνομίασ ἐνεπλήσθημεν τρίβοισ καὶ ἀπωλείασ καὶ διωδεύσαμεν ἐρήμουσ ἀβάτουσ, τὴν δὲ ὁδὸν Κυρίου οὐκ ἔγνωμεν. (Septuagint, Liber Sapientiae 5:7)

    (70인역 성경, 지혜서 5:7)

  • διότι ἐρεῖ ἡ Ἰδουμαία. κατέστραπται, καὶ ἐπιστρέψωμεν καὶ ἀνοικοδομήσωμεν τὰσ ἐρήμουσ. τάδε λέγει Κύριοσ παντοκράτωρ. αὐτοὶ οἰκοδομήσουσι, καὶ ἐγὼ καταστρέψω. καὶ ἐπικληθήσεται αὐτοῖσ ὅρια ἀνομίασ καὶ λαὸσ ἐφ̓ ὃν παρατέτακται Κύριοσ ἕωσ αἰῶνοσ. (Septuagint, Prophetia Malachiae 1:4)

    (70인역 성경, 말라키서 1:4)

유의어

  1. 외로운

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION