- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐρέσσω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: eressō 고전 발음: [에레소:] 신약 발음: [애래소]

기본형: ἐρέσσω

형태분석: ἐρέσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 젓다, 몰다
  2. 지다, 심다, 힘쓰다, 자리잡다, 맞추다, 넘어가다, 기울다
  1. to row
  2. to speed by rowing, ply the measured, to be rowed, with the oarage, remigio alarum)
  3. to put in quick motion, ply, to set, motion, to be plied, handled
  4. to row through

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐρέσσω

(나는) 젓는다

ἐρέσσεις

(너는) 젓는다

ἐρέσσει

(그는) 젓는다

쌍수 ἐρέσσετον

(너희 둘은) 젓는다

ἐρέσσετον

(그 둘은) 젓는다

복수 ἐρέσσομεν

(우리는) 젓는다

ἐρέσσετε

(너희는) 젓는다

ἐρέσσουσι(ν)

(그들은) 젓는다

접속법단수 ἐρέσσω

(나는) 젓자

ἐρέσσῃς

(너는) 젓자

ἐρέσσῃ

(그는) 젓자

쌍수 ἐρέσσητον

(너희 둘은) 젓자

ἐρέσσητον

(그 둘은) 젓자

복수 ἐρέσσωμεν

(우리는) 젓자

ἐρέσσητε

(너희는) 젓자

ἐρέσσωσι(ν)

(그들은) 젓자

기원법단수 ἐρέσσοιμι

(나는) 젓기를 (바라다)

ἐρέσσοις

(너는) 젓기를 (바라다)

ἐρέσσοι

(그는) 젓기를 (바라다)

쌍수 ἐρέσσοιτον

(너희 둘은) 젓기를 (바라다)

ἐρεσσοίτην

(그 둘은) 젓기를 (바라다)

복수 ἐρέσσοιμεν

(우리는) 젓기를 (바라다)

ἐρέσσοιτε

(너희는) 젓기를 (바라다)

ἐρέσσοιεν

(그들은) 젓기를 (바라다)

명령법단수 ἔρεσσε

(너는) 저어라

ἐρεσσέτω

(그는) 저어라

쌍수 ἐρέσσετον

(너희 둘은) 저어라

ἐρεσσέτων

(그 둘은) 저어라

복수 ἐρέσσετε

(너희는) 저어라

ἐρεσσόντων, ἐρεσσέτωσαν

(그들은) 저어라

부정사 ἐρέσσειν

젓는 것

분사 남성여성중성
ἐρεσσων

ἐρεσσοντος

ἐρεσσουσα

ἐρεσσουσης

ἐρεσσον

ἐρεσσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐρέσσομαι

(나는) 저어진다

ἐρέσσει, ἐρέσσῃ

(너는) 저어진다

ἐρέσσεται

(그는) 저어진다

쌍수 ἐρέσσεσθον

(너희 둘은) 저어진다

ἐρέσσεσθον

(그 둘은) 저어진다

복수 ἐρεσσόμεθα

(우리는) 저어진다

ἐρέσσεσθε

(너희는) 저어진다

ἐρέσσονται

(그들은) 저어진다

접속법단수 ἐρέσσωμαι

(나는) 저어지자

ἐρέσσῃ

(너는) 저어지자

ἐρέσσηται

(그는) 저어지자

쌍수 ἐρέσσησθον

(너희 둘은) 저어지자

ἐρέσσησθον

(그 둘은) 저어지자

복수 ἐρεσσώμεθα

(우리는) 저어지자

ἐρέσσησθε

(너희는) 저어지자

ἐρέσσωνται

(그들은) 저어지자

기원법단수 ἐρεσσοίμην

(나는) 저어지기를 (바라다)

ἐρέσσοιο

(너는) 저어지기를 (바라다)

ἐρέσσοιτο

(그는) 저어지기를 (바라다)

쌍수 ἐρέσσοισθον

(너희 둘은) 저어지기를 (바라다)

ἐρεσσοίσθην

(그 둘은) 저어지기를 (바라다)

복수 ἐρεσσοίμεθα

(우리는) 저어지기를 (바라다)

ἐρέσσοισθε

(너희는) 저어지기를 (바라다)

ἐρέσσοιντο

(그들은) 저어지기를 (바라다)

명령법단수 ἐρέσσου

(너는) 저어져라

ἐρεσσέσθω

(그는) 저어져라

쌍수 ἐρέσσεσθον

(너희 둘은) 저어져라

ἐρεσσέσθων

(그 둘은) 저어져라

복수 ἐρέσσεσθε

(너희는) 저어져라

ἐρεσσέσθων, ἐρεσσέσθωσαν

(그들은) 저어져라

부정사 ἐρέσσεσθαι

저어지는 것

분사 남성여성중성
ἐρεσσομενος

ἐρεσσομενου

ἐρεσσομενη

ἐρεσσομενης

ἐρεσσομενον

ἐρεσσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἤρεσσον

(나는) 젓고 있었다

ἤρεσσες

(너는) 젓고 있었다

ἤρεσσε(ν)

(그는) 젓고 있었다

쌍수 ἤρεσσετον

(너희 둘은) 젓고 있었다

ἠρε῀σσετην

(그 둘은) 젓고 있었다

복수 ἠρέσσομεν

(우리는) 젓고 있었다

ἤρεσσετε

(너희는) 젓고 있었다

ἤρεσσον

(그들은) 젓고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠρεσσόμην

(나는) 저어지고 있었다

ἠρέσσου

(너는) 저어지고 있었다

ἤρεσσετο

(그는) 저어지고 있었다

쌍수 ἤρεσσεσθον

(너희 둘은) 저어지고 있었다

ἠρε῀σσεσθην

(그 둘은) 저어지고 있었다

복수 ἠρεσσόμεθα

(우리는) 저어지고 있었다

ἤρεσσεσθε

(너희는) 저어지고 있었다

ἠρέσσοντο

(그들은) 저어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ ἴθ ἐρέσσων σὸν πόδα, γήρᾳ μηδὲν ὑπείκων. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, anapests 1:13)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, anapests 1:13)

  • ἀλλὰ σὺ νῦν με, Κύπρι, Σεληναίης ἄνθεμα πρῶτον ἔχεις, ναυτίλον ὃς πελάγεσσιν ἐπέπλεον, εἰ μὲν ἀῆται, τείνας οἰκείων λαῖφος ἀπὸ προτόνων, εἰ δὲ Γαληναίη, λιπαρὴ θεός, οὖλος ἐρέσσων ποσσί νιν, ὥστ ἔργῳ τοὔνομα συμφέρεται, ἔστ ἔπεσον παρὰ θῖνας Ιοὐλίδας, ὄφρα γένωμαι σοὶ τὸ περίσκεπτον παίγνιον, Ἀρσινόη, μηδέ μοι ἐν θαλάμῃσιν ἔθ, ὡς πάρος εἰμὶ γὰρ ἄπνους, τίκτηται νοτερῆς ὠεόν ἁλκυόνης. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 1062)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 1062)

  • ἀλλ ὅδε γὰρ δὴ βασιλεὺς χώρας, Κρέων ὁ Μενοικέως ἄρχων νεοχμὸς νεαραῖσι θεῶν ἐπὶ συντυχίαις χωρεῖ, τίνα δὴ μῆτιν ἐρέσσων, ὅτι σύγκλητον τήνδε γερόντων προὔθετο λέσχην, κοινῷ κηρύγματι πέμψας· (Sophocles, Antigone, choral, anapests1)

    (소포클레스, Antigone, choral, anapests1)

  • ἦν μοι παλαιὸν δῶρον ἀρχαίου ποτὲ θηρός, λέβητι χαλκέῳ κεκρυμμένον, ὃ παῖς ἔτ οὖσα τοῦ δασυστέρνου παρὰ Νέσσου φθίνοντος ἐκ φονῶν ἀνειλόμην, ὃς τὸν βαθύρρουν ποταμὸν Εὐήνον βροτοὺς μισθοῦ πόρευε χερσίν, οὔτε πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων οὔτε λαίφεσιν νεώς. (Sophocles, Trachiniae, episode12)

    (소포클레스, 트라키니아이, episode12)

  • οὐκέτι μ ὡς τὸ πάρος πυκιναῖς πτερύγεσσιν ἐρέσσων ὄρσεις ἐξ εὐνῆς ὄρθριος ἐγρόμενος: (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2021)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2021)

유의어

  1. 젓다

  2. to row through

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION