헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπικλίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπικλίνω ἐπικλινῶ

형태분석: ἐπι (접두사) + κλίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 두다, 있다, 놓다, 막히다
  2. 찌르다, 상처입히다, 통과시키다, 관통하다
  1. to put, to, closed
  2. to bend towards, to prick, inclined at an angle to
  3. to incline towards
  4. to lie over against
  5. to lie down at table

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικλίνω

(나는) 둔다

ἐπικλίνεις

(너는) 둔다

ἐπικλίνει

(그는) 둔다

쌍수 ἐπικλίνετον

(너희 둘은) 둔다

ἐπικλίνετον

(그 둘은) 둔다

복수 ἐπικλίνομεν

(우리는) 둔다

ἐπικλίνετε

(너희는) 둔다

ἐπικλίνουσιν*

(그들은) 둔다

접속법단수 ἐπικλίνω

(나는) 두자

ἐπικλίνῃς

(너는) 두자

ἐπικλίνῃ

(그는) 두자

쌍수 ἐπικλίνητον

(너희 둘은) 두자

ἐπικλίνητον

(그 둘은) 두자

복수 ἐπικλίνωμεν

(우리는) 두자

ἐπικλίνητε

(너희는) 두자

ἐπικλίνωσιν*

(그들은) 두자

기원법단수 ἐπικλίνοιμι

(나는) 두기를 (바라다)

ἐπικλίνοις

(너는) 두기를 (바라다)

ἐπικλίνοι

(그는) 두기를 (바라다)

쌍수 ἐπικλίνοιτον

(너희 둘은) 두기를 (바라다)

ἐπικλινοίτην

(그 둘은) 두기를 (바라다)

복수 ἐπικλίνοιμεν

(우리는) 두기를 (바라다)

ἐπικλίνοιτε

(너희는) 두기를 (바라다)

ἐπικλίνοιεν

(그들은) 두기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικλίνε

(너는) 두어라

ἐπικλινέτω

(그는) 두어라

쌍수 ἐπικλίνετον

(너희 둘은) 두어라

ἐπικλινέτων

(그 둘은) 두어라

복수 ἐπικλίνετε

(너희는) 두어라

ἐπικλινόντων, ἐπικλινέτωσαν

(그들은) 두어라

부정사 ἐπικλίνειν

두는 것

분사 남성여성중성
ἐπικλινων

ἐπικλινοντος

ἐπικλινουσα

ἐπικλινουσης

ἐπικλινον

ἐπικλινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικλίνομαι

(나는) 둬진다

ἐπικλίνει, ἐπικλίνῃ

(너는) 둬진다

ἐπικλίνεται

(그는) 둬진다

쌍수 ἐπικλίνεσθον

(너희 둘은) 둬진다

ἐπικλίνεσθον

(그 둘은) 둬진다

복수 ἐπικλινόμεθα

(우리는) 둬진다

ἐπικλίνεσθε

(너희는) 둬진다

ἐπικλίνονται

(그들은) 둬진다

접속법단수 ἐπικλίνωμαι

(나는) 둬지자

ἐπικλίνῃ

(너는) 둬지자

ἐπικλίνηται

(그는) 둬지자

쌍수 ἐπικλίνησθον

(너희 둘은) 둬지자

ἐπικλίνησθον

(그 둘은) 둬지자

복수 ἐπικλινώμεθα

(우리는) 둬지자

ἐπικλίνησθε

(너희는) 둬지자

ἐπικλίνωνται

(그들은) 둬지자

기원법단수 ἐπικλινοίμην

(나는) 둬지기를 (바라다)

ἐπικλίνοιο

(너는) 둬지기를 (바라다)

ἐπικλίνοιτο

(그는) 둬지기를 (바라다)

쌍수 ἐπικλίνοισθον

(너희 둘은) 둬지기를 (바라다)

ἐπικλινοίσθην

(그 둘은) 둬지기를 (바라다)

복수 ἐπικλινοίμεθα

(우리는) 둬지기를 (바라다)

ἐπικλίνοισθε

(너희는) 둬지기를 (바라다)

ἐπικλίνοιντο

(그들은) 둬지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικλίνου

(너는) 둬져라

ἐπικλινέσθω

(그는) 둬져라

쌍수 ἐπικλίνεσθον

(너희 둘은) 둬져라

ἐπικλινέσθων

(그 둘은) 둬져라

복수 ἐπικλίνεσθε

(너희는) 둬져라

ἐπικλινέσθων, ἐπικλινέσθωσαν

(그들은) 둬져라

부정사 ἐπικλίνεσθαι

둬지는 것

분사 남성여성중성
ἐπικλινομενος

ἐπικλινομενου

ἐπικλινομενη

ἐπικλινομενης

ἐπικλινομενον

ἐπικλινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέκλινον

(나는) 두고 있었다

ἐπέκλινες

(너는) 두고 있었다

ἐπέκλινεν*

(그는) 두고 있었다

쌍수 ἐπεκλίνετον

(너희 둘은) 두고 있었다

ἐπεκλινέτην

(그 둘은) 두고 있었다

복수 ἐπεκλίνομεν

(우리는) 두고 있었다

ἐπεκλίνετε

(너희는) 두고 있었다

ἐπέκλινον

(그들은) 두고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεκλινόμην

(나는) 둬지고 있었다

ἐπεκλίνου

(너는) 둬지고 있었다

ἐπεκλίνετο

(그는) 둬지고 있었다

쌍수 ἐπεκλίνεσθον

(너희 둘은) 둬지고 있었다

ἐπεκλινέσθην

(그 둘은) 둬지고 있었다

복수 ἐπεκλινόμεθα

(우리는) 둬지고 있었다

ἐπεκλίνεσθε

(너희는) 둬지고 있었다

ἐπεκλίνοντο

(그들은) 둬지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοσοῦτον μὲν ἑαυτὸν ἐκ τρέχοντοσ ἐπέκλινε τοῦ ἵππου, τοσοῦτον δὲ ἐπεδείξατο τῆσ δεξιᾶσ τὸν τόνον καὶ τοῦ λοιποῦ σώματοσ ἔτι δ’ ἐμπειρίασ ἱππικῆσ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 180:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 180:1)

유의어

  1. 두다

  2. 찌르다

  3. to incline towards

  4. to lie over against

  5. to lie down at table

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION