헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐφορμέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐφορμέω ἐφορμήσω

형태분석: ἐπ (접두사) + ὁρμέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 봉쇄하다, 포위하다, 둘러싸다, 감싸다
  1. to lie moored at or over against, to blockade, the blockading fleet
  2. to lie by and watch

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφορμῶ

(나는) 봉쇄한다

ἐφορμεῖς

(너는) 봉쇄한다

ἐφορμεῖ

(그는) 봉쇄한다

쌍수 ἐφορμεῖτον

(너희 둘은) 봉쇄한다

ἐφορμεῖτον

(그 둘은) 봉쇄한다

복수 ἐφορμοῦμεν

(우리는) 봉쇄한다

ἐφορμεῖτε

(너희는) 봉쇄한다

ἐφορμοῦσιν*

(그들은) 봉쇄한다

접속법단수 ἐφορμῶ

(나는) 봉쇄하자

ἐφορμῇς

(너는) 봉쇄하자

ἐφορμῇ

(그는) 봉쇄하자

쌍수 ἐφορμῆτον

(너희 둘은) 봉쇄하자

ἐφορμῆτον

(그 둘은) 봉쇄하자

복수 ἐφορμῶμεν

(우리는) 봉쇄하자

ἐφορμῆτε

(너희는) 봉쇄하자

ἐφορμῶσιν*

(그들은) 봉쇄하자

기원법단수 ἐφορμοῖμι

(나는) 봉쇄하기를 (바라다)

ἐφορμοῖς

(너는) 봉쇄하기를 (바라다)

ἐφορμοῖ

(그는) 봉쇄하기를 (바라다)

쌍수 ἐφορμοῖτον

(너희 둘은) 봉쇄하기를 (바라다)

ἐφορμοίτην

(그 둘은) 봉쇄하기를 (바라다)

복수 ἐφορμοῖμεν

(우리는) 봉쇄하기를 (바라다)

ἐφορμοῖτε

(너희는) 봉쇄하기를 (바라다)

ἐφορμοῖεν

(그들은) 봉쇄하기를 (바라다)

명령법단수 ἐφόρμει

(너는) 봉쇄해라

ἐφορμείτω

(그는) 봉쇄해라

쌍수 ἐφορμεῖτον

(너희 둘은) 봉쇄해라

ἐφορμείτων

(그 둘은) 봉쇄해라

복수 ἐφορμεῖτε

(너희는) 봉쇄해라

ἐφορμούντων, ἐφορμείτωσαν

(그들은) 봉쇄해라

부정사 ἐφορμεῖν

봉쇄하는 것

분사 남성여성중성
ἐφορμων

ἐφορμουντος

ἐφορμουσα

ἐφορμουσης

ἐφορμουν

ἐφορμουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφορμοῦμαι

(나는) 봉쇄된다

ἐφορμεῖ, ἐφορμῇ

(너는) 봉쇄된다

ἐφορμεῖται

(그는) 봉쇄된다

쌍수 ἐφορμεῖσθον

(너희 둘은) 봉쇄된다

ἐφορμεῖσθον

(그 둘은) 봉쇄된다

복수 ἐφορμούμεθα

(우리는) 봉쇄된다

ἐφορμεῖσθε

(너희는) 봉쇄된다

ἐφορμοῦνται

(그들은) 봉쇄된다

접속법단수 ἐφορμῶμαι

(나는) 봉쇄되자

ἐφορμῇ

(너는) 봉쇄되자

ἐφορμῆται

(그는) 봉쇄되자

쌍수 ἐφορμῆσθον

(너희 둘은) 봉쇄되자

ἐφορμῆσθον

(그 둘은) 봉쇄되자

복수 ἐφορμώμεθα

(우리는) 봉쇄되자

ἐφορμῆσθε

(너희는) 봉쇄되자

ἐφορμῶνται

(그들은) 봉쇄되자

기원법단수 ἐφορμοίμην

(나는) 봉쇄되기를 (바라다)

ἐφορμοῖο

(너는) 봉쇄되기를 (바라다)

ἐφορμοῖτο

(그는) 봉쇄되기를 (바라다)

쌍수 ἐφορμοῖσθον

(너희 둘은) 봉쇄되기를 (바라다)

ἐφορμοίσθην

(그 둘은) 봉쇄되기를 (바라다)

복수 ἐφορμοίμεθα

(우리는) 봉쇄되기를 (바라다)

ἐφορμοῖσθε

(너희는) 봉쇄되기를 (바라다)

ἐφορμοῖντο

(그들은) 봉쇄되기를 (바라다)

명령법단수 ἐφορμοῦ

(너는) 봉쇄되어라

ἐφορμείσθω

(그는) 봉쇄되어라

쌍수 ἐφορμεῖσθον

(너희 둘은) 봉쇄되어라

ἐφορμείσθων

(그 둘은) 봉쇄되어라

복수 ἐφορμεῖσθε

(너희는) 봉쇄되어라

ἐφορμείσθων, ἐφορμείσθωσαν

(그들은) 봉쇄되어라

부정사 ἐφορμεῖσθαι

봉쇄되는 것

분사 남성여성중성
ἐφορμουμενος

ἐφορμουμενου

ἐφορμουμενη

ἐφορμουμενης

ἐφορμουμενον

ἐφορμουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφῶρμουν

(나는) 봉쇄하고 있었다

ἐφῶρμεις

(너는) 봉쇄하고 있었다

ἐφῶρμειν*

(그는) 봉쇄하고 있었다

쌍수 ἐφώρμειτον

(너희 둘은) 봉쇄하고 있었다

ἐφωρμεῖτην

(그 둘은) 봉쇄하고 있었다

복수 ἐφώρμουμεν

(우리는) 봉쇄하고 있었다

ἐφώρμειτε

(너희는) 봉쇄하고 있었다

ἐφῶρμουν

(그들은) 봉쇄하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφωρμοῦμην

(나는) 봉쇄되고 있었다

ἐφώρμου

(너는) 봉쇄되고 있었다

ἐφώρμειτο

(그는) 봉쇄되고 있었다

쌍수 ἐφώρμεισθον

(너희 둘은) 봉쇄되고 있었다

ἐφωρμεῖσθην

(그 둘은) 봉쇄되고 있었다

복수 ἐφωρμοῦμεθα

(우리는) 봉쇄되고 있었다

ἐφώρμεισθε

(너희는) 봉쇄되고 있었다

ἐφώρμουντο

(그들은) 봉쇄되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τοὺσ ἐκεῖ παροξύνασ ἔλεγε πρὸσ τὸν δῆμον ὡσ Ἀλκιβιάδησ διέφθαρκε τὰ πράγματα καὶ τὰσ ναῦσ ἀπολώλεκεν, ἐντρυφῶν τῇ ἀρχῇ καὶ παραδιδοὺσ τὴν στρατηγίαν ἀνθρώποισ ἐκ πότων καὶ ναυτικῆσ σπερμολογίασ δυναμένοισ παρ’ αὐτῷ μέγιστον, ὅπωσ αὐτὸσ ἐπ’ ἀδείασ χρηματίζηται περιπλέων καὶ ἀκολασταίνῃ μεθυσκόμενοσ καὶ συνὼν ἑταίραισ Ἀβυδηναῖσ καὶ Ιὠνίσιν, ἐφορμούντων δι’ ὀλίγου τῶν πολεμίων. (Plutarch, , chapter 36 1:2)

    (플루타르코스, , chapter 36 1:2)

  • εἶτ’ οὐκ ἀφέξονται τοῦ διώκειν ἡμᾶσ Συρακόσιοι εἰ δὲ τοῦτο γενήσεται, δέδοικα μὴ περὶ τοῦ Πειραιῶσ ὁ κίνδυνοσ ἡμῖν γένηται, καὶ ναῦσ πολεμίασ εἰσ τοὺσ ἡμετέρουσ λιμένασ εἰσδεξώμεθα, δέον αὐτοὺσ ἑτέροισ ἐφορμεῖν. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 10:38)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 10:38)

  • ἔπειτα πόρρωθεν ἐκ Σηστοῦ τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνοντασ ἁμαρτάνειν, δέον εἰσ λιμένα καὶ πόλιν Σηστὸν δι’ ὀλίγου περιπλεύσαντασ, ἀπωτέρω γενέσθαι τῶν πολεμίων ἐφορμούντων στρατεύματι μοναρχουμένῳ καὶ πάντα πρὸσ φόβον ὀξέωσ ἀπὸ συνθήματοσ ὑπηρετοῦντι. (Plutarch, , chapter 10 4:2)

    (플루타르코스, , chapter 10 4:2)

  • ἦν τοῦθ’ ὥσπερ ἐμπόδισμά τι τῷ Φιλίππῳ καὶ δυσχερέσ, πόλιν μεγάλην ἐφορμεῖν τοῖσ ἑαυτοῦ καιροῖσ διηλλαγμένην πρὸσ ἡμᾶσ. (Demosthenes, Speeches, 11:4)

    (데모스테네스, Speeches, 11:4)

  • Λέμβιον, ἡ δ’ ἑτέρα Κερκούριον, αἱ δύ’ ἑταῖραι αἰὲν ἐφορμοῦσιν τῷ Σαμίων λιμένι. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 441)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 441)

유의어

  1. 봉쇄하다

  2. to lie by and watch

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION