헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑφορμέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑφορμέω ὑφορμήσω

형태분석: ὑπ (접두사) + ὁρμέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to lie secretly at anchor

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑφορμῶ

ὑφορμεῖς

ὑφορμεῖ

쌍수 ὑφορμεῖτον

ὑφορμεῖτον

복수 ὑφορμοῦμεν

ὑφορμεῖτε

ὑφορμοῦσιν*

접속법단수 ὑφορμῶ

ὑφορμῇς

ὑφορμῇ

쌍수 ὑφορμῆτον

ὑφορμῆτον

복수 ὑφορμῶμεν

ὑφορμῆτε

ὑφορμῶσιν*

기원법단수 ὑφορμοῖμι

ὑφορμοῖς

ὑφορμοῖ

쌍수 ὑφορμοῖτον

ὑφορμοίτην

복수 ὑφορμοῖμεν

ὑφορμοῖτε

ὑφορμοῖεν

명령법단수 ὑφόρμει

ὑφορμείτω

쌍수 ὑφορμεῖτον

ὑφορμείτων

복수 ὑφορμεῖτε

ὑφορμούντων, ὑφορμείτωσαν

부정사 ὑφορμεῖν

분사 남성여성중성
ὑφορμων

ὑφορμουντος

ὑφορμουσα

ὑφορμουσης

ὑφορμουν

ὑφορμουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑφορμοῦμαι

ὑφορμεῖ, ὑφορμῇ

ὑφορμεῖται

쌍수 ὑφορμεῖσθον

ὑφορμεῖσθον

복수 ὑφορμούμεθα

ὑφορμεῖσθε

ὑφορμοῦνται

접속법단수 ὑφορμῶμαι

ὑφορμῇ

ὑφορμῆται

쌍수 ὑφορμῆσθον

ὑφορμῆσθον

복수 ὑφορμώμεθα

ὑφορμῆσθε

ὑφορμῶνται

기원법단수 ὑφορμοίμην

ὑφορμοῖο

ὑφορμοῖτο

쌍수 ὑφορμοῖσθον

ὑφορμοίσθην

복수 ὑφορμοίμεθα

ὑφορμοῖσθε

ὑφορμοῖντο

명령법단수 ὑφορμοῦ

ὑφορμείσθω

쌍수 ὑφορμεῖσθον

ὑφορμείσθων

복수 ὑφορμεῖσθε

ὑφορμείσθων, ὑφορμείσθωσαν

부정사 ὑφορμεῖσθαι

분사 남성여성중성
ὑφορμουμενος

ὑφορμουμενου

ὑφορμουμενη

ὑφορμουμενης

ὑφορμουμενον

ὑφορμουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to lie secretly at anchor

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION