Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπήβολος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐπήβολος ἐπήβολον

Structure: ἐπηβολ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)piba/llw

Sense

  1. having achieved or gained, compos mentis
  2. pertaining to, befitting

Examples

  • "τριῶν γὰρ ὄντων μερῶν, εἰσ ἃ διῄρηται τὴν καθόλου διαίρεσιν ἡ πᾶσα μουσική, διατόνου χρώματοσ ἁρμονίασ, ἐπιστήμονα χρὴ εἶναι τῆσ τούτοισ χρωμένησ ποιήσεωσ τὸν μουσικῇ προσιόντα καὶ τῆσ ἑρμηνείασ τῆσ τὰ πεποιημένα παραδιδούσησ ἐπήβολον. (Pseudo-Plutarch, De musica, section 324)
  • ἔσω γὰρ εἶδον ἀρτίωσ λυσσῶσαν αὐτὴν οὐδ’ ἐπήβολον φρενῶν. (Sophocles, Antigone, episode 3:12)
  • ἅμα καὶ τὸ ὅμορον τῆσ χώρασ ἀποδεξάμενοι καὶ τὸ ἀξίωμα τῆσ πόλεωσ καὶ κρεῖττον τὸ μηδέποτε καθ’ ἑαυτὴν τὴν Σουσίδα πραγμάτων μεγάλων ἐπήβολον γεγονέναι, ἀλλ’ ἀεὶ ὑφ’ ἑτέροισ ὑπάρξαι καὶ ἐν μέρει τετάχθαι συστήματοσ μείζονοσ, πλὴν εἰ ἄρα τὸ παλαιὸν τὸ κατὰ τοὺσ ἡρ́ωασ. (Strabo, Geography, book 15, chapter 3 4:3)

Synonyms

  1. pertaining to

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION