- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄτρεστος?

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration: atrestos

Principal Part: ἄτρεστος ἄτρεστη ἄτρεστον

Structure: (Prefix) + τρεστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: τρέω

Sense

  1. not trembling, unfearing, fearless, fearless of, securely

Examples

  • τὸν γὰρ ἄριστον τῶν ἡρώων ἐπαινέσαι ζητῶν οὐ λέοντι ἢ παρδάλει ἢ ὑϊ` τὴν ἀλκὴν αὐτοῦ εἰκάζει, ἀλλὰ τῷ θάρσει τῆς μυίας καὶ τῷ ἀτρέστῳ καὶ λιπαρεῖ τῆς ἐπιχειρήσεως: (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 5:3)
  • ὅπως δὲ χώραν οὔτε κηρύκων ὕπο, ἀπρόξενοί τε, νόσφιν ἡγητῶν, μολεῖν ἔτλητ ἀτρέστως, τοῦτο θαυμαστὸν πέλει. (Aeschylus, Suppliant Women, episode 3:3)
  • ἐγὼ δ ἀτρέστῳ καρδίᾳ πρὸς εἰδότας λέγω: (Aeschylus, Agamemnon, episode, anapests 7:6)
  • ἄρσενα γὰρ λόγον εὑρ῀ες, ἐνηθλήσω δὲ προνοίᾳ, αἱρ´εσιν ἀτρέστου αἱρ´εσιν ἐλευθερίης. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 1172)
  • ἄμμες δ ἀτρέστοις ἀνδράσι τερπόμεθα. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 161 1:2)
  • ὁ δὲ ἰταμὸς καὶ ἄτρεστος, πολλὰς ὕβρεις τε καὶ αἰσχύνας ὑπομείνας, ὀστράκου, φασί, μεταπεσόντος, στρατηγὸς ἢ δημαγωγὸς πέφηνεν ὀξὺ καὶ διάτορον βοῶν, ὥσπερ οἱ τῶν δραμάτων ὑποκριταί ἀπορρίψας μεταξὺ τὴν γυναικείαν στολήν, ἔπειτα στρατιώτου τινὸς ἢ ῥήτορος στολὴν ἁρπάσας περιέρχεται συκοφάντης καὶ φοβερός, ἀντίον πᾶσι βλέπων. (Dio, Chrysostom, Orationes, 126:1)

Synonyms

  1. not trembling

Related

명사

형용사

동사

부사

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION