Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐνδιαβάλλω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐνδιαβάλλω

Structure: ἐν (Prefix) + δια (Prefix) + βάλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to calumniate in

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐνδιαβάλλω ἐνδιαβάλλεις ἐνδιαβάλλει
Dual ἐνδιαβάλλετον ἐνδιαβάλλετον
Plural ἐνδιαβάλλομεν ἐνδιαβάλλετε ἐνδιαβάλλουσιν*
SubjunctiveSingular ἐνδιαβάλλω ἐνδιαβάλλῃς ἐνδιαβάλλῃ
Dual ἐνδιαβάλλητον ἐνδιαβάλλητον
Plural ἐνδιαβάλλωμεν ἐνδιαβάλλητε ἐνδιαβάλλωσιν*
OptativeSingular ἐνδιαβάλλοιμι ἐνδιαβάλλοις ἐνδιαβάλλοι
Dual ἐνδιαβάλλοιτον ἐνδιαβαλλοίτην
Plural ἐνδιαβάλλοιμεν ἐνδιαβάλλοιτε ἐνδιαβάλλοιεν
ImperativeSingular ἐνδιαβάλλε ἐνδιαβαλλέτω
Dual ἐνδιαβάλλετον ἐνδιαβαλλέτων
Plural ἐνδιαβάλλετε ἐνδιαβαλλόντων, ἐνδιαβαλλέτωσαν
Infinitive ἐνδιαβάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐνδιαβαλλων ἐνδιαβαλλοντος ἐνδιαβαλλουσα ἐνδιαβαλλουσης ἐνδιαβαλλον ἐνδιαβαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐνδιαβάλλομαι ἐνδιαβάλλει, ἐνδιαβάλλῃ ἐνδιαβάλλεται
Dual ἐνδιαβάλλεσθον ἐνδιαβάλλεσθον
Plural ἐνδιαβαλλόμεθα ἐνδιαβάλλεσθε ἐνδιαβάλλονται
SubjunctiveSingular ἐνδιαβάλλωμαι ἐνδιαβάλλῃ ἐνδιαβάλληται
Dual ἐνδιαβάλλησθον ἐνδιαβάλλησθον
Plural ἐνδιαβαλλώμεθα ἐνδιαβάλλησθε ἐνδιαβάλλωνται
OptativeSingular ἐνδιαβαλλοίμην ἐνδιαβάλλοιο ἐνδιαβάλλοιτο
Dual ἐνδιαβάλλοισθον ἐνδιαβαλλοίσθην
Plural ἐνδιαβαλλοίμεθα ἐνδιαβάλλοισθε ἐνδιαβάλλοιντο
ImperativeSingular ἐνδιαβάλλου ἐνδιαβαλλέσθω
Dual ἐνδιαβάλλεσθον ἐνδιαβαλλέσθων
Plural ἐνδιαβάλλεσθε ἐνδιαβαλλέσθων, ἐνδιαβαλλέσθωσαν
Infinitive ἐνδιαβάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐνδιαβαλλομενος ἐνδιαβαλλομενου ἐνδιαβαλλομενη ἐνδιαβαλλομενης ἐνδιαβαλλομενον ἐνδιαβαλλομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐνδιαβαλῶ ἐνδιαβαλεῖς ἐνδιαβαλεῖ
Dual ἐνδιαβαλεῖτον ἐνδιαβαλεῖτον
Plural ἐνδιαβαλοῦμεν ἐνδιαβαλεῖτε ἐνδιαβαλοῦσιν*
OptativeSingular ἐνδιαβαλοῖμι ἐνδιαβαλοῖς ἐνδιαβαλοῖ
Dual ἐνδιαβαλοῖτον ἐνδιαβαλοίτην
Plural ἐνδιαβαλοῖμεν ἐνδιαβαλοῖτε ἐνδιαβαλοῖεν
Infinitive ἐνδιαβαλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐνδιαβαλων ἐνδιαβαλουντος ἐνδιαβαλουσα ἐνδιαβαλουσης ἐνδιαβαλουν ἐνδιαβαλουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐνδιαβαλοῦμαι ἐνδιαβαλεῖ, ἐνδιαβαλῇ ἐνδιαβαλεῖται
Dual ἐνδιαβαλεῖσθον ἐνδιαβαλεῖσθον
Plural ἐνδιαβαλούμεθα ἐνδιαβαλεῖσθε ἐνδιαβαλοῦνται
OptativeSingular ἐνδιαβαλοίμην ἐνδιαβαλοῖο ἐνδιαβαλοῖτο
Dual ἐνδιαβαλοῖσθον ἐνδιαβαλοίσθην
Plural ἐνδιαβαλοίμεθα ἐνδιαβαλοῖσθε ἐνδιαβαλοῖντο
Infinitive ἐνδιαβαλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐνδιαβαλουμενος ἐνδιαβαλουμενου ἐνδιαβαλουμενη ἐνδιαβαλουμενης ἐνδιαβαλουμενον ἐνδιαβαλουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION