Ancient Greek-English Dictionary Language

ἔμπορος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἔμπορος ἔμπορον

Structure: ἐμπορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)n, po/ros, cf. pera/w

Sense

  1. one who goes on shipboard as a passenger
  2. any one on a journey, a traveller, wanderer
  3. a merchant, trader, a trafficker

Examples

  • ὁ δὲ τρισαλιτήριοσ Νικάνωρ, ὁ τοὺσ χιλίουσ ἐμπόρουσ ἐπὶ τὴν πράσιν τῶν Ἰουδαίων ἀγαγών, (Septuagint, Liber Maccabees II 8:34)
  • ἀγανακτούντων δὲ τῶν στρατιωτῶν ἔφη αὐτοῖσ τοὺσ ἐμπόρουσ τε καὶ ἀγοραίουσ ἅπαντα ὡσαύτωσ πωλήσειν. (Aristotle, Economics, Book 2 84:2)
  • λέγοισ ἂν ἤδη ὅ τι τὸ σεμνὸν καὶ θεῖον ἄλλο ἐξειργάσαντο ’ ἐπεὶ ὅσον ἐπὶ τῷ πλῷ ^ καὶ τῇ ἀποδημίᾳ πολλοὺσ ἄν σοι θειοτέρουσ ἐκείνων ἀποδείξαιμι, τοὺσ ἐμπόρουσ, καὶ μάλιστα τοὺσ Φοίνικασ αὐτῶν, οὐκ εἰσ τὸν Πόντον οὐδὲ ἄχρι τῆσ Μαιώτιδοσ καὶ τοῦ Βοσπόρου μόνον ἐσπλέοντασ, ἀλλὰ πανταχοῦ τῆσ Ἑλληνικῆσ καὶ βαρβαρικῆσ θαλάττησ ναυτιλλομένουσ· (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 4:1)
  • ληϊζόμενοι δὲ τὴν θάλασσαν ἐκ παλαιοῦ, τελευτῶντεσ οὐδὲ τῶν εἰσπλεόντων παρ’ αὐτοὺσ καὶ χρωμένων ἀπείχοντο ξένων, ἀλλὰ Θετταλούσ τινασ ἐμπόρουσ περὶ τὸ Κτήσιον ὁρμισαμένουσ συλήσαντεσ εἱρ͂ξαν. (Plutarch, , chapter 8 3:3)
  • τούτοισ δὲ προστέτακται τῶν τ’ ἐμπορίων ἐπιμελεῖσθαι, καὶ τοῦ σίτου τοῦ καταπλέοντοσ εἰσ τὸ σιτικὸν ἐμπόριον τὰ δύο μέρη τοὺσ ἐμπόρουσ ἀναγκάζειν εἰσ τὸ ἄστυ κομίζειν. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 51 4:2)

Synonyms

  1. one who goes on shipboard as a passenger

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION