ἐκπληρόω
ο 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐκπληρόω
ώσω, ἐκπίμπλημι
형태분석:
ἐκ
(접두사)
+
πληρό
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 얽다, 물다
- 지키다, 수행하다
- to fill quite up
- to make up
- to man completely
- to fulfil
- to make one's way over
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ταῖσ δ’ ἑβδόμαισ Ἄδραστοσ ἐν πύλαισιν ἦν, ἑκατὸν ἐχίδναισ ἀσπίδ’ ἐκπληρῶν γραφῇ, ὕδρασ ἔχων λαιοῖσιν ἐν βραχίοσιν Ἀργεῖον αὔχημ’· (Euripides, Phoenissae, episode 7:1)
(에우리피데스, Phoenissae, episode 7:1)
- ἥκει γὰρ ἐσ γῆν Μενέλεωσ Τροίασ ἄπο, λιμένα δὲ Ναυπλίειον ἐκπληρῶν πλάτῃ ἀκταῖσιν ὁρμεῖ, δαρὸν ἐκ Τροίασ χρόνον ἄλαισι πλαγχθείσ· (Euripides, episode 4:2)
(에우리피데스, episode 4:2)
- Βοιωτὸσ ἄλλοσ, δέκατον ἐκπληρῶν ὄχον. (Sophocles, episode 6:16)
(소포클레스, episode 6:16)
- πρὸσ δὲ τὴν πόλιν πολεμῶν ἐξ ἀρχῆσ διετέλεσεν, ὥσπερ ὁρ́ον τινὰ ἀναγκαῖον ἐκπληρῶν. (Aristides, Aelius, Orationes, 88:4)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 88:4)
유의어
-
to fill quite up
- ὑπερεμφορέομαι (to be filled quite full)
- ἐμπίπλημι (to fill quite full)
- ἀναπίμπλημι (채우다, 가득 채우다)
- πίμπλημι (채우다, 만족시키다, 차다)
- κατέχω (채우다, 만족시키다, 차다)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- ἐγχέω (채우다, 만족시키다)
- ἀποπίμπλημι (채우다, 가득 채우다)
- ἀναπληρόω (채우다, 가득 채우다, 가득 넣다)
- ἀναπληρόω (채우다, 가득 채우다)
-
얽다
-
to man completely
-
지키다
-
to make one's way over
파생어
- ἀναπληρόω (채우다, 가득 채우다, 공급하다)
- ἀποπληρόω (채우다, 만들다, 완성하다)
- ἐπιπληρόω (to fill up again, we shall man our, afresh)
- πληρόω (채우다, 만족시키다, 차다)
- προσαναπληρόω (to fill up or replenish besides, to add so as to fill up)
- προσπληρόω (갖추다, 채비하다, 장착하다)
- συμπληρόω (돕다, 도와주다, 위하다)
- ὑπερπληρόω (to fill overfull, to be overfull, to be gorged)