ἐκπληρόω
ο 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐκπληρόω
ώσω, ἐκπίμπλημι
형태분석:
ἐκ
(접두사)
+
πληρό
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 얽다, 물다
- 지키다, 수행하다
- to fill quite up
- to make up
- to man completely
- to fulfil
- to make one's way over
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πρῶτον μὲν οὖν τῆσ οἰκοφθορίασ ταῖσ πόλεσιν ἐδόκει αὐχμῷ ἡ γῆ κακωθεῖσα ἄρξαι, ἡνίκα οὔτ’ ἐπὶ τοῖσ δένδρεσι καρπὸσ οὐδεὶσ ὡραῖοσ γενέσθαι διέμεινεν, ἀλλ’ ὠμοὶ κατέρρεον, οὔθ’ ὁπόσα σπερμάτων ἀνέντα βλαστοὺσ ἀνθήσειεν ἑώσ στάχυοσ ἀκμῆσ τοὺσ κατὰ νόμον ἐξεπλήρου χρόνουσ, οὔτε πόα κτήνεσιν ἐφύετο διαρκήσ, τῶν τε ναμάτων τὰ μὲν οὐκέτι πίνεσθαι σπουδαῖα ἦν, τὰ δ’ ὑπελίμπανε θέρουσ, τὰ δ’ εἰσ τέλοσ ἀπεσβέννυτο. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 23 3:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 23 3:1)
- τοῖσ μὲν οὖν Ῥωμαίοισ τὸ ἀπαναλούμενον τῆσ στρατιᾶσ οὐδεμία ποθὲν ἐπικουρία ἐξεπλήρου, τὸ δὲ τῶν Οὐολούσκων στρατόπεδον ἄλλων ἐπ’ ἄλλοισ ἡκόντων πολλὴν αὔξησιν ἐλάμβανε· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 88 6:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 88 6:1)
- τὰ δὲ μέσα τῆσ φάλαγγοσ αὐτὸσ ὁ δικτάτωρ Ποστόμιοσ ἐξεπλήρου Τίτῳ Ταρκυνίῳ καὶ τοῖσ περὶ αὐτὸν φυγάσι χωρήσων ὁμόσε· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 5 8:2)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 5 8:2)
- ἀξιόλογον δ’ οὖν ἐξεπλήρου ποτὲ κύκλον ἡ οἴκησισ ὅσον πεντήκοντα σταδίων· (Strabo, Geography, Book 10, chapter 4 15:7)
(스트라본, 지리학, Book 10, chapter 4 15:7)
유의어
-
to fill quite up
- ὑπερεμφορέομαι (to be filled quite full)
- ἐμπίπλημι (to fill quite full)
- ἀναπίμπλημι (채우다, 가득 채우다)
- πίμπλημι (채우다, 만족시키다, 차다)
- κατέχω (채우다, 만족시키다, 차다)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- ἐγχέω (채우다, 만족시키다)
- ἀποπίμπλημι (채우다, 가득 채우다)
- ἀναπληρόω (채우다, 가득 채우다, 가득 넣다)
- ἀναπληρόω (채우다, 가득 채우다)
-
얽다
-
to man completely
-
지키다
-
to make one's way over
파생어
- ἀναπληρόω (채우다, 가득 채우다, 공급하다)
- ἀποπληρόω (채우다, 만들다, 완성하다)
- ἐπιπληρόω (to fill up again, we shall man our, afresh)
- πληρόω (채우다, 만족시키다, 차다)
- προσαναπληρόω (to fill up or replenish besides, to add so as to fill up)
- προσπληρόω (갖추다, 채비하다, 장착하다)
- συμπληρόω (돕다, 도와주다, 위하다)
- ὑπερπληρόω (to fill overfull, to be overfull, to be gorged)